Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Στο Δίπλα Κελί - s/t

«Είσαι εκεί;» ψιθύρισε.
«Ναι...»
«Ακούς; Ακούς τις φωνές;»
«Ναι...»
«Θα ορκιζόμουν ότι στο δίπλα κελί τραγουδάνε!» είπε και ακούμπησε το αυτί της στον υγρό παγωμένο τοίχο. «Ναι, τραγουδάνε! Και σα να μην έφτανε αυτό, ακούγονται γέλια που και που. Λες να τρελάθηκαν;»
«Σίγουρα θα τρελάθηκαν. Δεν είναι οι πρώτοι. Πέσε για ύπνο τώρα πριν πάρουν χαμπάρι ότι είμαστε ξύπνιοι.»
«Δίκιο έχεις.» παραδέχτηκε και έκλεισε τα μάτια της. Μα πώς να κοιμηθεί… Στο δίπλα κελί γλεντούσανε! Οι αθεόφοβοι! Αν μπορούσε να κάνει ένα πράγμα στον κόσμο –οτιδήποτε- αυτό θα ήταν να πάει στο δίπλα κελί και να τους σκότωνε όλους. Έναν-έναν. Τους σκέφτηκε να κείτονται άψυχοι στα πατώματα και ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα αφυδατωμένα χείλια της. Γύρισε πλευρό. Μα πώς να κοιμηθεί; Οι φωνές ήταν ανεπαίσθητες, μα ήταν εκεί. Ήξερε ότι αν σταμάταγε της ανάσα της για λίγο θα τις άκουγε. Οι μόνες επιλογές της για να μην τους ακούει ήταν οι εξής δύο: είτε να συνέχιζε να ανασαίνει συνέχεια, είτε να σταμάταγε. Για πάντα. Το ειρωνικό του θέματος ήταν ότι το συγκεκριμένο δίλημμα πάντα βρισκόταν στο δρόμο της κατά τη διάρκεια της πενιχρής ζωής της –και ποτέ δεν κατάφερνε να διαλέξει τη δεύτερη επιλογή εκ των δύο, όσο και αν το ήθελε. Ζούσε για τη δεύτερη επιλογή, προσευχόταν στη ζοφερή λύτρωση της δεύτερης επιλογής, μακάριζε όπου σταθεί και όπου βρεθεί όσους την είχαν διαλέξει, μα όμως κάτι βαθιά στο στέρνο της δεν την άφηνε να είναι ένας από αυτούς. Μισούσε τον εαυτό της γι’ αυτό το λόγο. Μισούσε κάθε σπιθαμή της σάρκας της που την είχε φυλακισμένη σε έναν κόσμο που δεν ήταν φτιαγμένος για εκείνη. Όχι, τίποτε στον κόσμο δεν ήταν φτιαγμένο για εκείνη. Μόνο η απόγνωση.

Και τώρα αυτοί δίπλα τραγουδούσαν! Μα δεν καταλάβαιναν οι αποτρελαμένοι -που φωτιά να πέσει να τους κάψει και αυτούς και τις οικογένειές τους!- ότι βρίσκονταν στην ίδια δεινή θέση με εκείνη; Πως μπορούσαν να τραγουδάνε; Τι σκατά είχαν στο κεφάλι τους;
«Μαξ! Εεε Μαξ!! Κοιμάσαι;»
«Τι θα γίνει πια;»
«Ρε Μαξ, αυτοί δίπλα γελάνε. Λες να υπάρχει όντως κάποιος λόγος για να γελάει κανείς εδώ μέσα;»
«Ίσως…»
«Και αν υπάρχει, τότε τόσα χρόνια τι κάναμε εμείς εδώ μέσα;» αναρωτήθηκε προβληματισμένη για να μην πάρει απάντηση. Στη μικρή αυτή παύση είχε σταματήσει για λίγο να ανασαίνει και τους άκουσε. «Ανοησίες, σιγά μην υπάρχει. Θα είναι από αυτούς που προσπαθούν απεγνωσμένα να πείσουν τον εαυτό τους ότι είναι καλά εδώ μέσα. Μέσα στην υποκρισία ζούνε. Και στο ψέμα. Να ‘ξερες πόσο τους αντιπαθώ, Μαξ. Αχ και να ‘ξερες…»

Το επόμενο πρωινό έφεραν έναν μαύρο άνδρα, μικροκαμωμένο, με μικρές πλάτες και ένα πυκνό γκρίζο μούσι στο κελί της. Προφανώς θα αναπλήρωνε το κενό του Γιόχαν που είχε φύγει πριν μια βδομάδα. Είχε φύγει γιατί είχε βρει το θάρρος μέσα του να διαλέξει τη δεύτερη επιλογή, αντίθετα με εκείνη… Οι δεσμοφύλακες τον πέταξαν μέσα και από τα λεγόμενά τους έγινε προφανές ότι είχε έρθει από δίπλα. Από το δίπλα κελί. Και εκείνη και ο Μαξ τον μισοκοίταξαν με μίσος και φθόνο. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα μαζί του μέχρι το βράδυ, όταν και το απόλυτο σκοτάδι, διαταραγμένο μόνο από τους φακούς των δεσμοφυλάκων που περιπολούσαν γύρω από τα κελιά, είχε κάνει μεγαλόπρεπα την εμφάνισή του. Πάντα της άρεσε να μιλάει όταν οι άλλοι δεν την έβλεπαν. Όταν εκείνη δεν έβλεπε σε ποιον απευθυνόταν…

«Όπως βλέπεις, εδώ δεν έχει γιορτές και πανηγύρια! Εδώ έχει μόνο μιζέρια, κατάλαβες;» Δεν της απάντησε καν. «Μίλα! Γιατί δε μιλάς; Χθες ήξερες να ξελαρυγγιάζεσαι με τα ηλίθια τα τραγούδια σου! Τώρα δεν έχει πλάκα ε;»
«Όχι, δεν έχει.» της απάντησε με μια βαθιά πράα φωνή.
«Επιτέλους, ακούσαμε τη φωνή σου, πουλάκι μου. Μα γιατί είσαι λιγομίλητος; Μήπως θες να σου μιλάμε τραγουδιστά για να καταλάβεις; Μήπως θες να βρούμε κάπου τη χαρά ή την ευτυχία, για να εμπνευστείς και να γλεντήσεις πάλι; Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται. Δε γίνεται αλλιώς. Όλα τα κελιά είναι ίδια. Ίσως είναι μέσα στην ποντικότρυπα στη γωνιά. Δεν υπάρχει αρουραίος μέσα, πρέπει να έχει πεθάνει πολύ πριν έρθουμε εμείς. Ίσως πάλι η χαρά να βρίσκεται μέσα στο τρύπιο στρώμα, αν μπορείς να το πεις στρώμα αυτό. Θα χρειαζόμουν τέσσερα τέτοια για να μη νοιώθω τα σίδερα από κάτω μου όταν κοιμάμαι! Μα που είναι η χαρά τέλος πάντων, θα μου δείξεις μαυράκο;» Για άλλη μια φορά δεν της απάντησε, κάτι που την εξόργισε. «Μη μας το παίζεις υπεράνω!» τσίριξε, μα αμέσως κατέβασε τη φωνή της. Την τελευταία φορά που την είχαν πιάσει να μιλάει το βράδυ ούτε ήθελε να τη θυμάται καν. «Αν μπορούσα να αλλάξω το παρελθόν μου θα έβρισκα τη χαρά. Εδώ όμως δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο…»

«Η χαρά υπάρχει, κυρά μου. Παντού. Την φέρνουν τα ρέματα στους κάμπους απ’ τα βουνά ψηλά που κατοικεί. Τη φέρνουν οι πετεινοί όταν σημαίνουν της κοπιαστικής της μέρας το αρχίνημα. Τη φέρνει ο άνθρωπος όταν φυτεύει τον έρωτα στου ανθρώπου την καρδιά. Τη φέρνει η φωτιά, όταν ζεσταίνει ξυλιασμένα χέρια. Τη φέρνει ένα δροσερό ρεύμα αέρα όταν διαπερνά αυτά τα κάγκελα και σε βρίσκει εδώ απιθωμένη και σου γαργαλάει το λαιμό. Η χαρά υπάρχει σου λέω. Αυτό που δεν υπάρχει είναι το παρελθόν...»
Εκείνη άρχισε να καγχάζει περιπαιχτικά.
«Αλήθεια σου λέω, κυρά μου. Δεν υπάρχει παρελθόν. Τίποτα απ’ όσα έκανες δεν υπάρχει. Ποτέ δεν υπήρξε. Και αν τα έκανες, δεν έχουν κανένα νόημα πια. Το μόνο που υπάρχει είναι η ανάμνησή τους –και η ανάμνηση είναι μοναχά παρόν, τίποτε άλλο. Είναι ένα παρελθόν φιλτραρισμένο υπό το πρίσμα του παρόντος. Το παρελθόν από μόνο του δεν υπάρχει. Μπορώ να το αλλάξω όποτε θέλω. Στη φύση του ανθρώπου είναι να το ωραιοποιεί, μα τι σόι άνθρωπος είμαι αν δεν μπορώ να πάω κόντρα στη φύση μου;»
«Μαυράκο, καλές οι ανοησίες σου, αλλά επειδή εσύ είσαι δειλός δε σημαίνει ότι θα κατασκευάζω κι εγώ θεωρίες για να είμαι καλά. Όχι, δε θα το έκανα ποτέ αυτό. Και ούτε θα χαϊδέψω το αυτί σου, λέγοντάς σου ότι έχεις δίκιο. Ηλιθιότητες λες και στο λέω έτσι κατάμουτρα, δίχως αναστολές.»
«Ίσως να έχεις δίκιο… Αλλά αντίθετα με σένα, κυρά μου, το ποιος είμαι δεν έχει τίποτα να κάνει με το που είμαι. Πόσο μάλλον με το αμαυρισμένο παρελθόν μου. Ξέρω ότι ο μόνος τρόπος τη χαρά να βρω είναι να μην την έχω. Είναι να τη ζητήξω. Και προς στιγμή θα τη βρω. Σ’ όλα τα πράγματα που έχει ο κόσμος ολάκερος. Όλα μπορώ προς στιγμή να τα αλλάξω με το νου μου. Σαν θεός. Ξέρεις γιατί μπορώ; Γιατί δίνω στα πάντα την πραγματική τους αξία: τίποτα. Ούτε θετικό, ούτε αρνητικό. Απλά υπάρχουν, για να τα αγαπάω. Και αν δεν υπήρχαν, το ίδιο θα έκανε για μένα…»

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Μαξ.
«Χθες πέθαναν οι δύο καλύτεροί μου φίλοι. Ήμασταν στο ίδιο κελί για πάνω από δέκα χρόνια. Τους ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου οι δεσμοφύλακες. Ήταν μεθυσμένοι, όπως κάθε βράδυ. Το χνώτο τους μύριζε οινόπνευμα από πολύ πριν εμφανιστούν στο κελί μας. Τους γρονθοκόπησαν με ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους ενώ ταυτόχρονα τραγουδούσαν και γέλαγαν…»
Είχε μείνει άναυδη με αυτά που άκουγε. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια ένιωθε το περίεργο συναίσθημα συμπόνιας και ενοχής που μπορούσε να νιώθει παλιά, στο παρελθόν. Ή μάλλον, που νόμιζε ότι μπορούσε να νιώσει παλιά στο παρελθόν. Τον πλησίασε στα τυφλά και τον χτύπησε παρηγορητικά στην πλάτη.
«Σ’ ευχαριστώ» της είπε. «Ξέρεις, το μεσημέρι μπήκα κρυφά σε μια αποθήκη και ξέκλεψα ένα μικρό φλασκί με κρασί! Ελάτε να το μοιραστούμε!»
Ο καθένας από τους τρεις ήπιε από 3 ξερακιανές γουλιές, μα στο μυαλό τους είχαν πιεί νταμιτζάνες ολόκληρες. Και τρέκλιζαν. Και χόρευαν. Και γέλαγαν. Και τραγουδούσαν, κλαίγοντας.

Οι φωνές τους ακούγονταν σε ένα διπλανό κελί, όπου ένας ακόμα κατάδικος καθόταν μόνος του και συλλογιζόταν. Όταν τους άκουσε να γλεντάνε σχηματίστηκε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Υπάρχει ελπίδα τελικά. Για δες πόσο ωραία περνάνε οι άλλοι!» σκέφτηκε.

Τη χαρά τη φέρνει ένα δίπλα κελί με χαμόγελα.

2 σχόλια:

  1. Ρε συ, γράφεις πολύ ωραία! Η κάτω παράγραφος κατάφερε να ταρακουνήσει τη νυχτερινή κουρασμένη σκέψη μου, και αυτό λέει πολλά:

    Αλήθεια σου λέω, κυρά μου. Δεν υπάρχει παρελθόν. Τίποτα απ’ όσα έκανες δεν υπάρχει. Ποτέ δεν υπήρξε. Και αν τα έκανες, δεν έχουν κανένα νόημα πια. Το μόνο που υπάρχει είναι η ανάμνησή τους –και η ανάμνηση είναι μοναχά παρόν, τίποτε άλλο. Είναι ένα παρελθόν φιλτραρισμένο υπό το πρίσμα του παρόντος. Το παρελθόν από μόνο του δεν υπάρχει. Μπορώ να το αλλάξω όποτε θέλω. Στη φύση του ανθρώπου είναι να το ωραιοποιεί, μα τι σόι άνθρωπος είμαι αν δεν μπορώ να πάω κόντρα στη φύση μου;»


    Δε ξέρω, αλλά μου θύμισε λίγο Καζαντζάκη η φάση..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο Καζαντζάκης κατ' εμέ είναι η τελειότητα προσωποποιημένη, οπότε αυτό που λες με χαροποιεί ιδιαίτερα =)

    ΑπάντησηΔιαγραφή