Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Να Αιωρείσαι;

Ήταν η έβδομη συνεχόμενη χρονιά του σαν ψάρι. Βυθιζόταν όλο και περισσότερο. Το τελευταίο εξάμηνο περιπλανιόταν στην τάφρο της Μαριάννας, ανατολικά της Κίνας. Δεν ήξερε πόσο χαμηλά. Αυτό, όμως, που θυμόταν αμυδρά ήταν ότι το βάθος της ξεπερνούσε το ύψος του Έβερεστ. Βέβαια μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που είχε φτάσει δε θα μπορούσε να γνωρίζει πότε θα πιάσει πάτο. Ή μήπως όχι; Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, στη  θάλασσα. Πόσο μάλλον στην άβυσσο, όπου το λιγοστό οξυγόνο τον δυσκόλευε να αναπνέει από τα βράγχια του, ενώ κάθε τόσο ακούμπαγε σε κάτι περίεργο –είτε σκληρό, είτε γλοιώδες. Έτσι όπως δεν έβλεπε τίποτα, σκεφτόταν, ήταν θέμα τύχης που δεν είχε ήδη γίνει βορρά στους αλλόκοτους σαρκοφάγους κατοίκους της περιοχής. Μα αυτό που τον φόβιζε ακόμα περισσότερο ήταν μήπως αρχίσει να ξεχνάει. Τίποτα δε συνέβαινε εκεί κάτω και αυτό είχε αρχίσει να αλλάζει το μυαλό του. Οι σκόρπιες σκέψεις του, άδειες νοήματος πια, είχαν αρχίσει να μυρίζουν μιζέρια. Ήθελε απεγνωσμένα κάτι. Αν υπήρχε ένα ψήγμα διαύγειας μέσα του, ήταν η φωνή που άκουγε -αραιά και που- να του λέει «τα πράγματα δεν επρόκειτο να είναι έτσι». Μια φωνή που τελευταία καταλάγιαζε τείνοντας να γίνει ένα με την αβυσσάλεα σιωπή.




Το παράξενο του θέματος ήταν ότι θα μπορούσε να ανέβει πάνω (ήξερε που είναι το πάνω) με τεράστια ευκολία, που έγκειτο απλά στο  πάρσιμο μιας απόφασης. Μια απόφαση που για κάποιο λόγο δεν είχε πάρει μέχρι τότε. Συνέχισε να περιπλανιέται έως ότου ένιωσε ένα κρύο ρεύμα να τον αγγίζει από χαμηλά. Κοίταξε δεξιά. Ήταν κι άλλος ένας κόνδορας που είχε περάσει με μεγάλη ταχύτητα ακριβώς από κάτω του, κάθετα στην πορεία που πήγαινε αυτός. Αποφάσισε να μην του δώσει σημασία καθώς τον κοιτούσε να χάνεται στον ορίζοντα, ώσπου δε φαινόταν πια. Γύρισε πάλι το κεφάλι του εμπρός, φτερούγισε μια-δυο φορές και συνέχισε να αιωρείται σε στρώματα αέρα. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη χαλαρή απόλαυση για αυτόν από το να αιωρείται σε τυχαία στρώματα αέρα και να αγναντεύει χορτάτος τις βουνοκορφές των Άνδεων. Τίποτα δεν τον ένοιαζε. Αυτή η αγαλλίαση ήταν και ο λόγος που ήθελε να γίνει κόνδορας εξαρχής, απ’ όλα τα πλάσματα του ζωικού βασιλείου –βέβαια τώρα πια αναρωτιόταν αν ήταν αυτός που το είχε επιλέξει ή αν ήταν απλά ακόμα μία τυχαία αιώρηση. Προσπαθούσε να αποφύγει αυτήν τη σκέψη, όμως.



«Τα πράγματα δεν επρόκειτο να είναι έτσι» του είπε η φωνή μέσα του. Αυτός άλλαξε αγέρωχα την πορεία του κατακόρυφα προς το έδαφος, μέχρι που οριζοντιώθηκε πάλι και προσγειώθηκε με μια ντελικάτη κίνηση. «Γιατί;» ρώτησε. «Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ανακαλύψετε μόνος σας, φίλτατε. Εγώ είμαι εδώ απλά για να θέσω τις σωστές ερωτήσεις. Ξαπλώστε αναπαυτικά στην πολυθρόνα να αρχίσει η συνεδρία… Καταρχάς, Κάρολε, θα πρέπει να καθιερώσουμε ένα κλίμα οικειότητας. Θα μου επιτρέψεις να σου μιλάω στον ενικό, έτσι; Κατά δεύτερον, μου είπες ότι σε αυτό το, ας πούμε, «όνειρό» σου που βλέπεις κάθε μέρα υπάρχουν πολλά μονοπάτια… Μόνο το ένα θες να ακολουθήσεις όμως, αυτό με τις ιτιές… Τι είναι αυτό που σε κρατάει και δεν το ακολουθάς τελικά;»
«Δεν πρέπει, γιατρέ. Στην αμέσως επόμενη στροφή σε βγάζει σε μια λίμνη και δεν προχωράει παραπέρα. Είναι αδιέξοδο. Και στην είσοδό του έχει ένα μεγάλο απαγορευτικό. Εξάλλου δεν είναι ότι πάντα το προτιμούσα. Νομίζω ότι είναι καλύτερα να συνεχίσω να αιωρούμαι…»
«Να αιωρείσαι;»
«Ναι, εδώ, στην τάφρο της Μαριάννας, το βαθύτερο σημείο της γης… Όμορφα είναι… Και ποτέ δεν ξέρεις...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου