Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Ένα Πορφυρό Ερώτημα


Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω
Μα το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω
Από πού να αρχίσω να καλύπτω τρύπες πρόχειρα κεκαλυμμένες
Προσφάτως δημιουργηθείσες -ή και όχι
Προσφάτως αποκαλυφθείσες γαρ και κλείνουν τα μάτια καθώς απαντούν τις ακτίνες του ήλιου
Κλείνουν τα μάτια όμως και αντίκρυ στο βλέμμα μου και αναρωτιέμαι
Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο Μπολιβάρ και τι θέλει
Και γιατί απιθώνεται στη γωνιά του ίσκιου μου.

Κάπως απαλυμένες φαίνονται οι αιχμές τους
Σα ξασμένες από αλαφρόπετρα, σα φαγωμένες απ’ το ιώδιο και τ’ αλάτι της θαλάσσης
Που δεν τις χαράσσει, μοναχά τις αυλακώνει με σύνεση
Και απ’ όλα τα πλάσματα της γης εγώ μόνο θα πίστευα ότι κάποιο αρχέγονο σχέδιο διαφαίνεται
Μόνο εγώ και ο Μπολιβάρ
Θα βλέπαμε αόμματους ανθρώπους να στέκονται με πλήρη σοβαρότητα και βλοσυρότητα
Οι μορφές τους τράνταζαν τα σωθικά μας
Μα ήτο ο μόνος τρόπος να είναι κομμάτι μας
Καθότι αυτές ήτο οι αυλακιές μας και αυτοί ήμασταν εμείς
Και τίποτε άλλο δεν υπήρχε.

Μ’ αρέσει, όμως, να σε βλέπω να χώνεις βαθιά το κεφάλι μέσα στην άμμο
Μέσα στην λάσπη και στο σίχαμα
Γιατί αν δεν ήσουν εσύ, ίσως και να ζούσα
Όχι, δεν έχεις κρύψει κάτι μέσα στις τρύπες
Δεν έχεις, εν πάση περιπτώσει, κρύψει κάτι ουσιώδες
Παρά μονάχα εσένα
Και αυτό το «έτσι είναι» δεν είναι παρά λαβωματιά στην κατεργασμένη στη φρέζα ανθρωπιά σου
Έτσι όπως λάτρεψες εχθές το ίδιο σου το κουφάρι
Έτσι όπως ρέμβασες σε μια ακροθαλασσιά στη Λέρνη και παρατήρησες τις φλόγες
Έτσι όπως έβγαλες το νόημα από την αλήθεια και το εναπόθεσες χάμω
Και μ’ αυτό ντύνω ό,τι ανούσιο βλέπω
Αυτή η ρημαγμένη αίσθηση δυσκολίας έκανε το επιτευκτέο θησαυρό
Και η λειψυδρία στα μάτια μου υπενθύμισε μια οποιαδήποτε μέρα
Ένα γλυκό πορφυρο ερώτημα που τάχα θα μου έκανα.