Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Στο Δίπλα Κελί - s/t

«Είσαι εκεί;» ψιθύρισε.
«Ναι...»
«Ακούς; Ακούς τις φωνές;»
«Ναι...»
«Θα ορκιζόμουν ότι στο δίπλα κελί τραγουδάνε!» είπε και ακούμπησε το αυτί της στον υγρό παγωμένο τοίχο. «Ναι, τραγουδάνε! Και σα να μην έφτανε αυτό, ακούγονται γέλια που και που. Λες να τρελάθηκαν;»
«Σίγουρα θα τρελάθηκαν. Δεν είναι οι πρώτοι. Πέσε για ύπνο τώρα πριν πάρουν χαμπάρι ότι είμαστε ξύπνιοι.»
«Δίκιο έχεις.» παραδέχτηκε και έκλεισε τα μάτια της. Μα πώς να κοιμηθεί… Στο δίπλα κελί γλεντούσανε! Οι αθεόφοβοι! Αν μπορούσε να κάνει ένα πράγμα στον κόσμο –οτιδήποτε- αυτό θα ήταν να πάει στο δίπλα κελί και να τους σκότωνε όλους. Έναν-έναν. Τους σκέφτηκε να κείτονται άψυχοι στα πατώματα και ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα αφυδατωμένα χείλια της. Γύρισε πλευρό. Μα πώς να κοιμηθεί; Οι φωνές ήταν ανεπαίσθητες, μα ήταν εκεί. Ήξερε ότι αν σταμάταγε της ανάσα της για λίγο θα τις άκουγε. Οι μόνες επιλογές της για να μην τους ακούει ήταν οι εξής δύο: είτε να συνέχιζε να ανασαίνει συνέχεια, είτε να σταμάταγε. Για πάντα. Το ειρωνικό του θέματος ήταν ότι το συγκεκριμένο δίλημμα πάντα βρισκόταν στο δρόμο της κατά τη διάρκεια της πενιχρής ζωής της –και ποτέ δεν κατάφερνε να διαλέξει τη δεύτερη επιλογή εκ των δύο, όσο και αν το ήθελε. Ζούσε για τη δεύτερη επιλογή, προσευχόταν στη ζοφερή λύτρωση της δεύτερης επιλογής, μακάριζε όπου σταθεί και όπου βρεθεί όσους την είχαν διαλέξει, μα όμως κάτι βαθιά στο στέρνο της δεν την άφηνε να είναι ένας από αυτούς. Μισούσε τον εαυτό της γι’ αυτό το λόγο. Μισούσε κάθε σπιθαμή της σάρκας της που την είχε φυλακισμένη σε έναν κόσμο που δεν ήταν φτιαγμένος για εκείνη. Όχι, τίποτε στον κόσμο δεν ήταν φτιαγμένο για εκείνη. Μόνο η απόγνωση.

Και τώρα αυτοί δίπλα τραγουδούσαν! Μα δεν καταλάβαιναν οι αποτρελαμένοι -που φωτιά να πέσει να τους κάψει και αυτούς και τις οικογένειές τους!- ότι βρίσκονταν στην ίδια δεινή θέση με εκείνη; Πως μπορούσαν να τραγουδάνε; Τι σκατά είχαν στο κεφάλι τους;
«Μαξ! Εεε Μαξ!! Κοιμάσαι;»
«Τι θα γίνει πια;»
«Ρε Μαξ, αυτοί δίπλα γελάνε. Λες να υπάρχει όντως κάποιος λόγος για να γελάει κανείς εδώ μέσα;»
«Ίσως…»
«Και αν υπάρχει, τότε τόσα χρόνια τι κάναμε εμείς εδώ μέσα;» αναρωτήθηκε προβληματισμένη για να μην πάρει απάντηση. Στη μικρή αυτή παύση είχε σταματήσει για λίγο να ανασαίνει και τους άκουσε. «Ανοησίες, σιγά μην υπάρχει. Θα είναι από αυτούς που προσπαθούν απεγνωσμένα να πείσουν τον εαυτό τους ότι είναι καλά εδώ μέσα. Μέσα στην υποκρισία ζούνε. Και στο ψέμα. Να ‘ξερες πόσο τους αντιπαθώ, Μαξ. Αχ και να ‘ξερες…»

Το επόμενο πρωινό έφεραν έναν μαύρο άνδρα, μικροκαμωμένο, με μικρές πλάτες και ένα πυκνό γκρίζο μούσι στο κελί της. Προφανώς θα αναπλήρωνε το κενό του Γιόχαν που είχε φύγει πριν μια βδομάδα. Είχε φύγει γιατί είχε βρει το θάρρος μέσα του να διαλέξει τη δεύτερη επιλογή, αντίθετα με εκείνη… Οι δεσμοφύλακες τον πέταξαν μέσα και από τα λεγόμενά τους έγινε προφανές ότι είχε έρθει από δίπλα. Από το δίπλα κελί. Και εκείνη και ο Μαξ τον μισοκοίταξαν με μίσος και φθόνο. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα μαζί του μέχρι το βράδυ, όταν και το απόλυτο σκοτάδι, διαταραγμένο μόνο από τους φακούς των δεσμοφυλάκων που περιπολούσαν γύρω από τα κελιά, είχε κάνει μεγαλόπρεπα την εμφάνισή του. Πάντα της άρεσε να μιλάει όταν οι άλλοι δεν την έβλεπαν. Όταν εκείνη δεν έβλεπε σε ποιον απευθυνόταν…

«Όπως βλέπεις, εδώ δεν έχει γιορτές και πανηγύρια! Εδώ έχει μόνο μιζέρια, κατάλαβες;» Δεν της απάντησε καν. «Μίλα! Γιατί δε μιλάς; Χθες ήξερες να ξελαρυγγιάζεσαι με τα ηλίθια τα τραγούδια σου! Τώρα δεν έχει πλάκα ε;»
«Όχι, δεν έχει.» της απάντησε με μια βαθιά πράα φωνή.
«Επιτέλους, ακούσαμε τη φωνή σου, πουλάκι μου. Μα γιατί είσαι λιγομίλητος; Μήπως θες να σου μιλάμε τραγουδιστά για να καταλάβεις; Μήπως θες να βρούμε κάπου τη χαρά ή την ευτυχία, για να εμπνευστείς και να γλεντήσεις πάλι; Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται. Δε γίνεται αλλιώς. Όλα τα κελιά είναι ίδια. Ίσως είναι μέσα στην ποντικότρυπα στη γωνιά. Δεν υπάρχει αρουραίος μέσα, πρέπει να έχει πεθάνει πολύ πριν έρθουμε εμείς. Ίσως πάλι η χαρά να βρίσκεται μέσα στο τρύπιο στρώμα, αν μπορείς να το πεις στρώμα αυτό. Θα χρειαζόμουν τέσσερα τέτοια για να μη νοιώθω τα σίδερα από κάτω μου όταν κοιμάμαι! Μα που είναι η χαρά τέλος πάντων, θα μου δείξεις μαυράκο;» Για άλλη μια φορά δεν της απάντησε, κάτι που την εξόργισε. «Μη μας το παίζεις υπεράνω!» τσίριξε, μα αμέσως κατέβασε τη φωνή της. Την τελευταία φορά που την είχαν πιάσει να μιλάει το βράδυ ούτε ήθελε να τη θυμάται καν. «Αν μπορούσα να αλλάξω το παρελθόν μου θα έβρισκα τη χαρά. Εδώ όμως δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο…»

«Η χαρά υπάρχει, κυρά μου. Παντού. Την φέρνουν τα ρέματα στους κάμπους απ’ τα βουνά ψηλά που κατοικεί. Τη φέρνουν οι πετεινοί όταν σημαίνουν της κοπιαστικής της μέρας το αρχίνημα. Τη φέρνει ο άνθρωπος όταν φυτεύει τον έρωτα στου ανθρώπου την καρδιά. Τη φέρνει η φωτιά, όταν ζεσταίνει ξυλιασμένα χέρια. Τη φέρνει ένα δροσερό ρεύμα αέρα όταν διαπερνά αυτά τα κάγκελα και σε βρίσκει εδώ απιθωμένη και σου γαργαλάει το λαιμό. Η χαρά υπάρχει σου λέω. Αυτό που δεν υπάρχει είναι το παρελθόν...»
Εκείνη άρχισε να καγχάζει περιπαιχτικά.
«Αλήθεια σου λέω, κυρά μου. Δεν υπάρχει παρελθόν. Τίποτα απ’ όσα έκανες δεν υπάρχει. Ποτέ δεν υπήρξε. Και αν τα έκανες, δεν έχουν κανένα νόημα πια. Το μόνο που υπάρχει είναι η ανάμνησή τους –και η ανάμνηση είναι μοναχά παρόν, τίποτε άλλο. Είναι ένα παρελθόν φιλτραρισμένο υπό το πρίσμα του παρόντος. Το παρελθόν από μόνο του δεν υπάρχει. Μπορώ να το αλλάξω όποτε θέλω. Στη φύση του ανθρώπου είναι να το ωραιοποιεί, μα τι σόι άνθρωπος είμαι αν δεν μπορώ να πάω κόντρα στη φύση μου;»
«Μαυράκο, καλές οι ανοησίες σου, αλλά επειδή εσύ είσαι δειλός δε σημαίνει ότι θα κατασκευάζω κι εγώ θεωρίες για να είμαι καλά. Όχι, δε θα το έκανα ποτέ αυτό. Και ούτε θα χαϊδέψω το αυτί σου, λέγοντάς σου ότι έχεις δίκιο. Ηλιθιότητες λες και στο λέω έτσι κατάμουτρα, δίχως αναστολές.»
«Ίσως να έχεις δίκιο… Αλλά αντίθετα με σένα, κυρά μου, το ποιος είμαι δεν έχει τίποτα να κάνει με το που είμαι. Πόσο μάλλον με το αμαυρισμένο παρελθόν μου. Ξέρω ότι ο μόνος τρόπος τη χαρά να βρω είναι να μην την έχω. Είναι να τη ζητήξω. Και προς στιγμή θα τη βρω. Σ’ όλα τα πράγματα που έχει ο κόσμος ολάκερος. Όλα μπορώ προς στιγμή να τα αλλάξω με το νου μου. Σαν θεός. Ξέρεις γιατί μπορώ; Γιατί δίνω στα πάντα την πραγματική τους αξία: τίποτα. Ούτε θετικό, ούτε αρνητικό. Απλά υπάρχουν, για να τα αγαπάω. Και αν δεν υπήρχαν, το ίδιο θα έκανε για μένα…»

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Μαξ.
«Χθες πέθαναν οι δύο καλύτεροί μου φίλοι. Ήμασταν στο ίδιο κελί για πάνω από δέκα χρόνια. Τους ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου οι δεσμοφύλακες. Ήταν μεθυσμένοι, όπως κάθε βράδυ. Το χνώτο τους μύριζε οινόπνευμα από πολύ πριν εμφανιστούν στο κελί μας. Τους γρονθοκόπησαν με ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους ενώ ταυτόχρονα τραγουδούσαν και γέλαγαν…»
Είχε μείνει άναυδη με αυτά που άκουγε. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια ένιωθε το περίεργο συναίσθημα συμπόνιας και ενοχής που μπορούσε να νιώθει παλιά, στο παρελθόν. Ή μάλλον, που νόμιζε ότι μπορούσε να νιώσει παλιά στο παρελθόν. Τον πλησίασε στα τυφλά και τον χτύπησε παρηγορητικά στην πλάτη.
«Σ’ ευχαριστώ» της είπε. «Ξέρεις, το μεσημέρι μπήκα κρυφά σε μια αποθήκη και ξέκλεψα ένα μικρό φλασκί με κρασί! Ελάτε να το μοιραστούμε!»
Ο καθένας από τους τρεις ήπιε από 3 ξερακιανές γουλιές, μα στο μυαλό τους είχαν πιεί νταμιτζάνες ολόκληρες. Και τρέκλιζαν. Και χόρευαν. Και γέλαγαν. Και τραγουδούσαν, κλαίγοντας.

Οι φωνές τους ακούγονταν σε ένα διπλανό κελί, όπου ένας ακόμα κατάδικος καθόταν μόνος του και συλλογιζόταν. Όταν τους άκουσε να γλεντάνε σχηματίστηκε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Υπάρχει ελπίδα τελικά. Για δες πόσο ωραία περνάνε οι άλλοι!» σκέφτηκε.

Τη χαρά τη φέρνει ένα δίπλα κελί με χαμόγελα.

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Να Αιωρείσαι;

Ήταν η έβδομη συνεχόμενη χρονιά του σαν ψάρι. Βυθιζόταν όλο και περισσότερο. Το τελευταίο εξάμηνο περιπλανιόταν στην τάφρο της Μαριάννας, ανατολικά της Κίνας. Δεν ήξερε πόσο χαμηλά. Αυτό, όμως, που θυμόταν αμυδρά ήταν ότι το βάθος της ξεπερνούσε το ύψος του Έβερεστ. Βέβαια μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που είχε φτάσει δε θα μπορούσε να γνωρίζει πότε θα πιάσει πάτο. Ή μήπως όχι; Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, στη  θάλασσα. Πόσο μάλλον στην άβυσσο, όπου το λιγοστό οξυγόνο τον δυσκόλευε να αναπνέει από τα βράγχια του, ενώ κάθε τόσο ακούμπαγε σε κάτι περίεργο –είτε σκληρό, είτε γλοιώδες. Έτσι όπως δεν έβλεπε τίποτα, σκεφτόταν, ήταν θέμα τύχης που δεν είχε ήδη γίνει βορρά στους αλλόκοτους σαρκοφάγους κατοίκους της περιοχής. Μα αυτό που τον φόβιζε ακόμα περισσότερο ήταν μήπως αρχίσει να ξεχνάει. Τίποτα δε συνέβαινε εκεί κάτω και αυτό είχε αρχίσει να αλλάζει το μυαλό του. Οι σκόρπιες σκέψεις του, άδειες νοήματος πια, είχαν αρχίσει να μυρίζουν μιζέρια. Ήθελε απεγνωσμένα κάτι. Αν υπήρχε ένα ψήγμα διαύγειας μέσα του, ήταν η φωνή που άκουγε -αραιά και που- να του λέει «τα πράγματα δεν επρόκειτο να είναι έτσι». Μια φωνή που τελευταία καταλάγιαζε τείνοντας να γίνει ένα με την αβυσσάλεα σιωπή.




Το παράξενο του θέματος ήταν ότι θα μπορούσε να ανέβει πάνω (ήξερε που είναι το πάνω) με τεράστια ευκολία, που έγκειτο απλά στο  πάρσιμο μιας απόφασης. Μια απόφαση που για κάποιο λόγο δεν είχε πάρει μέχρι τότε. Συνέχισε να περιπλανιέται έως ότου ένιωσε ένα κρύο ρεύμα να τον αγγίζει από χαμηλά. Κοίταξε δεξιά. Ήταν κι άλλος ένας κόνδορας που είχε περάσει με μεγάλη ταχύτητα ακριβώς από κάτω του, κάθετα στην πορεία που πήγαινε αυτός. Αποφάσισε να μην του δώσει σημασία καθώς τον κοιτούσε να χάνεται στον ορίζοντα, ώσπου δε φαινόταν πια. Γύρισε πάλι το κεφάλι του εμπρός, φτερούγισε μια-δυο φορές και συνέχισε να αιωρείται σε στρώματα αέρα. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη χαλαρή απόλαυση για αυτόν από το να αιωρείται σε τυχαία στρώματα αέρα και να αγναντεύει χορτάτος τις βουνοκορφές των Άνδεων. Τίποτα δεν τον ένοιαζε. Αυτή η αγαλλίαση ήταν και ο λόγος που ήθελε να γίνει κόνδορας εξαρχής, απ’ όλα τα πλάσματα του ζωικού βασιλείου –βέβαια τώρα πια αναρωτιόταν αν ήταν αυτός που το είχε επιλέξει ή αν ήταν απλά ακόμα μία τυχαία αιώρηση. Προσπαθούσε να αποφύγει αυτήν τη σκέψη, όμως.



«Τα πράγματα δεν επρόκειτο να είναι έτσι» του είπε η φωνή μέσα του. Αυτός άλλαξε αγέρωχα την πορεία του κατακόρυφα προς το έδαφος, μέχρι που οριζοντιώθηκε πάλι και προσγειώθηκε με μια ντελικάτη κίνηση. «Γιατί;» ρώτησε. «Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ανακαλύψετε μόνος σας, φίλτατε. Εγώ είμαι εδώ απλά για να θέσω τις σωστές ερωτήσεις. Ξαπλώστε αναπαυτικά στην πολυθρόνα να αρχίσει η συνεδρία… Καταρχάς, Κάρολε, θα πρέπει να καθιερώσουμε ένα κλίμα οικειότητας. Θα μου επιτρέψεις να σου μιλάω στον ενικό, έτσι; Κατά δεύτερον, μου είπες ότι σε αυτό το, ας πούμε, «όνειρό» σου που βλέπεις κάθε μέρα υπάρχουν πολλά μονοπάτια… Μόνο το ένα θες να ακολουθήσεις όμως, αυτό με τις ιτιές… Τι είναι αυτό που σε κρατάει και δεν το ακολουθάς τελικά;»
«Δεν πρέπει, γιατρέ. Στην αμέσως επόμενη στροφή σε βγάζει σε μια λίμνη και δεν προχωράει παραπέρα. Είναι αδιέξοδο. Και στην είσοδό του έχει ένα μεγάλο απαγορευτικό. Εξάλλου δεν είναι ότι πάντα το προτιμούσα. Νομίζω ότι είναι καλύτερα να συνεχίσω να αιωρούμαι…»
«Να αιωρείσαι;»
«Ναι, εδώ, στην τάφρο της Μαριάννας, το βαθύτερο σημείο της γης… Όμορφα είναι… Και ποτέ δεν ξέρεις...»

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Αυτόν Τον Κόσμο Τον Καλό

Στίχοι: Βασίλης Ανδρεόπουλος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης




Αυτόν τον κόσμο τον καλό
τον χιλιομπαλωμένο
βρε ράβε ξήλωνε, ράβε ξήλωνε
δουλειά να μη σου λείπει

Αυτόν τον κόσμο τον καλό
άλλοι τον είχαν πρώτα
βρε γέλα φίλε μου, γέλα φίλε μου
δεν είναι και για λύπη

Αυτόν τον κόσμο τον καλό
σ' εμάς τον παραδώσανε
βρε τρέχα φίλε μου, τρέχα φίλε μου
και μη βαριά το παίρνεις

Αυτόν τον κόσμο τον καλό
άλλοι τον καρτεράνε
βρε σκέψου φίλε μου, σκέψου φίλε μου
την ώρα που θα φεύγεις

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Κλισέ

Μες στο στήθος η νοσταλγία. Αυτή η παιδική ανοησία.
Εξηγήσεις κ’ ειρωνείες. Ανάπηρες, φλεγματικές ανοησίες.
Κι εσύ ρωτάς. Εαυτέ. Μη ρωτάς. Δεν πρέπει.

Ψάχνω μια λέξη δυνατή να πω, στο νου να μείνει.
Μα δεν πονάει όταν φεύγεις.
Μόνο όταν είσαι εδώ. Μόνο όταν ήσουν εδώ.
Μόνο όταν ενώνουμε κρεβάτια.
Όταν η απορία γίνεται άγχος και το άγχος έκλυτος βίος.
Κι η ανάσα σου γίνεται θόρυβος αστείος.
Και η εικόνα σου θολώνει.
Πάνω στην εικόνα της.

Μες στο στήθος η νοσταλγία. Η απροσάρμοστη ουτοπία.
Οι μελιστάλαχτοι οι στίχοι. Μια κλισέ μπαρουτοθήκη.
Και θέλω να ρωτήσω «αν». Μα δε ρωτώ. Δεν πρέπει.

Ψάχνω μια λέξη δυνατή να πω στο νου, να φύγει.
Μα δε θα μείνει όταν πονώ.
Κι ύστερα αρχίζει η ποίηση, είπε ο Καζαντζάκης.
Μα πριν αρχίσει σου σαπίζει την ψυχή.
Και τη συνηθίζεις με την άλλη της μορφή.
Όλα στο περίπου είναι. Όπως τότε.
Φθαρμένα, δίχως νόημα.
Μα κόσμος.

Μες στο στήθος η νοσταλγία. Μια ανυπόφορη μαλακία.
Δε θα ‘πρεπε καν να υπάρχει. Αν σ’ άφηνα δε θα ‘σουνα μονάχη.
Και αναρωτιέσαι αν σημαίνει κάτι. Ναι. Σημαίνει. Τίποτα.

Ψάχνω μια λέξη σιγανή να σου πω, να μην ακούσεις.
Ανεπαίσθητα να χαθεί. Να ξεχαστεί.
Δεν είμαι έτσι γενικώς.
Φταίει ο ρημαδιασμένος ο καιρός.
Και τα θλιβερά πεντάγραμμα που με έριξαν, σαφώς.
Με έριξαν κάπου όμορφα.
Και αναρωτήθηκα.
Κάπως.

Hell Bent For Leather

Και εν πάση περιπτώσει, τι είναι αυτό το πράγμα με τα δερμάτινα κολάν; Δεν είμαι τύπος που παρακολουθεί τη μόδα, όχι. Ούτε καν. Αλλά ένα δερμάτινο κολάν, ειδικά από την πίσω του όψη, είναι κάτι που κάνει μπαμ. Εκεί που παλιότερα τα έβλεπες μόνο σε τελειωμένα και καλά metal κοριτσάκια που έβγαιναν από παρακμιακά μαγαζιά καθώς τα προσπερνούσες τα βράδια κοιτάζοντάς τα με ύφος αποδοκιμασίας, να σου εδώ και λίγους μήνες που μπήκαν στα καλύτερα σαλόνια!

Εγώ μέσω αυτού του blog θα ήθελα απλά να εκφράσω τη στήριξή μου. Είχα σκοπό να γράψω και μια ιστορία που θυμήθηκα επί του θέματος, μα ίσως κάποια άλλη στιγμή. Ας πούμε ότι η βαρεμάρα νίκησε για ακόμα μία φορά.

 



Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Τις Νύχτες Είσαι Πιο Κοντά (ή αλλιώς πως συνδέονται οι Mazoo and the Zoo με τον Johnny Cash, ένα σκισμένο τεντόπανο και έναν πληγωμένο εγωισμό)

Η ιστορία που θα ακολουθήσει είναι πέρα για πέρα αληθινή.

Γενικά η ζωή μου για έναν παράξενο λόγο πάντα είχε την ιδιαιτερότητα να της συμβαίνουν αλλόκοτα πράγματα. Όχι τίποτε μεγάλο, μη φανταστείτε. Αυτά τα μικρά καθημερινά πραγματάκια που όλοι προσπερνούμε δίχως να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία για μένα πάντα… εχμ πώς να το πω… διατρέχονταν από περίεργες συμπτώσεις. Ευτυχώς οι καλοί μου φίλοι τα έχουν δει ιδίοις όμμασι και οι κατηγορίες περί φιδεμπορισμού έχουν σταματήσει.

Αλλά πριν ξεκινήσω, θα αναφέρω μια σημαντική λεπτομέρεια για την κατανόηση της ιστορίας μας: καθότι φοιτητής (για λίγο καιρό ακόμα καλώς εχόντων των πραγμάτων) τυχαίνει να κάθομαι πολλά πρωινά σπίτι σε μια προσπάθεια να παρακολουθήσω όσο το δυνατόν λιγότερες ώρες μαθήματος στη σχολή. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των τίγκα αργόσχολων πρωινών μία από τις πασατέμπο ασχολίες μου ήταν το ζάπινγκ στην τηλεόραση. Ήταν αδύνατον λοιπόν να μην πάρει το μάτι μου δύο wannabe έφηβες καλλιτέχνιδες να τραγουδούν οικολογικά τραγούδια που υμνούν τη χάρη διάφορων χαριτωμένων ζωντανών. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο τα εξαίσια αυτά άσματα ανέβαζαν τη λίμπιντό μου, σε βαθμό που ανησυχούσα μήπως εμφάνιζα τα πρώτα σημάδια κτηνοβασίας. Ώσπου ένα πρωινό εκεί που παρακολουθούσα το videoclip του τραγουδιού «Η καμήλα» συνειδητοποίησα την αλήθεια… ΟΛΟΝ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ, ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΑ ΖΩΑ! ΗΤΑΝ ΟΙ ΔΥΟ ΚΟΠΕΛΕΣ ΠΟΥ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ!!! (και ειδικά η ξανθιά η τσαχπίνα που κουνιόταν με την άνεση του ρίχνω 10 χυλόπιτες την ημέρα σε πρωτάκια). Εφησυχασμένος για τις σεξουαλικές μου προτιμήσεις, συνέχισα τη ζωή μου ήρεμος πια. Κάθε πρωί βέβαια, η τηλεόραση ήταν στο Alter στο συγκεκριμένο χάρμα οφθαλμών.






Και σε αυτό το σημείο φθάνουμε στην ιστορία μας. Το περιστατικό που θα διηγηθώ συνέβη την περασμένη Παρασκευή. Ξύπνησα κατά τις 2 η ώρα έχοντας το γλυκό hangover που μόνο το καλό κρασί μπορεί να προκαλέσει και τον πρησμένο αστράγαλο, ενθύμιο εξαίσιων χορευτικών φιγούρων. Έλα μου όμως που η από πάνω μου, η του πάνω ορόφου για να ακριβολογούμε καθότι άσχημη πενηντάρα, έριξε κοτζάμ ζαρντινιέρα που είχε κρεμασμένη στο μπαλκόνι της πάνω στην τέντα μου, την οποία φυσικά και διαπέρασε. Το σχέδιο ήταν: πηγαίνω στον οικογενειακό μας τεντά (!) στο Ηράκλειο –το Νέο Ηράκλειο- να διαλέξω σχέδιο για την καινούρια τέντα, να δώσω και τα λεφτά και μετά να πάω να βρω ένα φίλο μου για καφέ. Βγήκα, λοιπόν, να πάρω ταξί γιατί α)η λαϊκή είχε κλείσει το πάρκινγκ μου β)δεν την παλεύω με λεωφορεία και τρένα γ)ήμουν τυχερός στο πόκερ τις προάλλες και είχα μια οικονομική άνεση παραπάνω. Εγώ βέβαια θα προσέθετα και ένα δ)θείο θέλημα. Βέβαια, το τέλος της ιστορίας μας θα επιβεβαιώσει τους γνωστικιστές, ότι δηλαδή ο θεός υπάρχει, απλά δεν είναι τέλειος. Είναι παρανοϊκός…

«Ηράκλειο;» ρωτάω τον ταξιτζή 3 μέτρα πριν φτάσει στο ύψος μου. Οι ταξιτζήδες, βλέπετε, έχουν αυτήν την ικανότητα να μπορούν να διαβάζουν τα χείλη. Αυτό κάνουν όλη μέρα. Τίποτα άλλο. Τα μόνα μέρη, όμως, που μπερδεύουν είναι το Γκάζι με το Μπουρνάζι.  Αν θέλετε να τους κάνετε τη ζωή δύσκολη δοκιμάστε το. Θα σταματήσουν δίπλα σας περιχαρείς και όταν καταλάβουν ότι εννοούσατε το άλλο θα σιχτηρίσουν τη ζωή τους.

«Μπες μέσα. Θα πάμε από ____» μου είπε μια οδό που ούτε που την ήξερα. Προφανώς θα κάναμε κύκλο αλλά κοιμόμουν όρθιος. Δεν ήμουν στο mood του όχι. Δεν το πολυσκέφτηκα και άνοιξα την πόρτα να κάτσω στο πίσω κάθισμα, όταν και η θεία παρέμβασις έλαβε χώρα. Βλέπω την Ξανθιά από τους Mazoo & The Zoo. Στη συνέχεια έμαθα και το πραγματικό της όνομα, αλλά για τις ανάγκες της ιστορίας θα αναφέρεται ως η Ξανθιά ή ο Ξανθός Άγγελος ή η Ξανθιά Ονείρωξη. Το τελευταίο από τα τρία βέβαια θα το δείτε γραμμένο μόνο στην προηγούμενη πρόταση αλλά ο σκοπός του ήδη επετεύχθη.



Κατά τη διάρκεια της κούρσας έπιασα την κουβέντα στον Ξανθό μου Άγγελο, αν και με τρεμάμενη φωνή, το ομολογώ. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Χμμμ… Ας προσπαθήσω να θυμηθώ…  Καταρχάς ξεκίνησα με ένα κομπλιμέντο για το συγκρότημα:  «Ξεχωρίζεις από τους υπόλοιπους στα videoclip, έχεις πολύ λαμπερή παρουσία. Να το κυνηγήσεις» ή τέλος πάντων κάτι εξίσου εκνευριστικά φλώρικο. Έπειτα τη ρώτησα που είχε πάει την προηγούμενη μέρα, Τσικνοπέμπτη γαρ. Τη ρώτησα τι κάνει στη ζωή της, πέραν του «συγκροτήματος» και επίσης που της αρέσει να βγαίνει. Εκείνη ήταν πολύ φιλική. Έτσι μου έμοιαζε τουλάχιστον. Μάλιστα στην τελευταία ερώτηση μου είπε ότι της αρέσει να βγαίνει στο Μαρούσι και ότι εκείνη τη μέρα θα πήγαινε σε ένα κλαμπ εκεί πέρα.

«Πλάκα κάνεις! Κι εγώ εκεί θα πάω σήμερα, το έχω κανονίσει με την παρέα μου!»

Μη φαντάζεστε. Δεν είμαι τόσο τυχερός. Τα αλλόκοτα πράγματα περιορίζονται στο να είναι αδιαφόρως αλλόκοτα ή στο να είναι αρνητικά αλλόκοτα. Το ψέμα, όμως, αυτού μου βγήκε πιο αυθόρμητο και από βουτιά Ντιόγκο (εξ: Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής του ΟΣΦΠ από το 2008, γνωστός για τη μη ντρίμπλα του και την κίνηση μπανανόφλουδα).  Τέλος πάντων, όταν τελικά έφτασε στο προορισμό της και κατέβηκε από το ταξί προσπαθούσα ακόμα να συνειδητοποιήσω αυτό που συνέβη. Και αν ήμουν τόσο τυχερός ώστε να την πετύχω ανάμεσα στους 800000 κατοίκους της Αθήνας, γιατί να μην πιστεύω ότι μπορώ να είμαι ακόμα πιο τυχερός και να καταλήξω στο να εκπληρώσω κάθε λάγνα επιθυμία μου που το κορμί της μου προκαλούσε.

Το βράδυ έφτασε και ετοιμαζόμουν να πάω να πάρω το φίλο μου τον Βασίλη να πάμε στο κλαμπ στο Μαρούσι. Θα πηγαίναμε οι δυο μας. Ήταν η καλύτερη δυνατή αναλογία που μπορούσα να μαζέψω εκείνη τη μέρα και –άρα- οι μικρότερες πιθανότητες να φάμε πόρτα. Του έκανα αναπάντητη και κατέβηκε από την πολυκατοικία του φορώντας ένα καρό πουκάμισο και ένα δερμάτινο απ’ έξω που σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη επιλογή αν θέλαμε να μπούμε μέσα. Αποφάσισα να μην πω τίποτα, εξάλλου δε θα έβγαινε κάτι. Ο Βασίλης ήταν περίεργος τύπος και ενοχλούταν εύκολα. Μπήκε στο αμάξι με ένα ηλίθιο χαμόγελο κρατώντας ένα cd. «Τώρα το έγραψα, βάλτο να το ακούσουμε καθώς πηγαίνουμε. Θα μας ανεβάσει την αυτοπεποίθηση» «Τι είναι;» «Τζόννυ Κας»

   



Το πρώτο τραγούδι ήταν το Ghost Riders In The Sky.  Καθώς ήμασταν σταματημένοι στην κίνηση ο Βασίλης έβαλε το κομμάτι να ξαναπαίξει με το που τελείωσε. Και τρίτη. Και τέταρτη φορά. Ώσπου κατάλαβα ότι ο Βασίλης δεν πείραζε καν το ραδιόφωνο. Η οθόνη έγραφε με παρισσεία «Track No4». Είχε γράψει ένα ολόκληρο cd που είχε περίπου 20 φορές το Ghost Riders In The Sky. Τον κοίταξα για να πάρω ένα αστείο, απολογητικό ύφος. «Ε και τι ήθελες να γράψω;» γκρίνιαξε.


Μισή ώρα και κάμποσα Ghost Riders In The Sky μετά φτάσαμε στο μαγαζί. Σταθήκαμε μπροστά στον πορτιέρη, σωστοί κονιόρδοι. Μας στραβοκοίταξε από την κορφή ως τα παπούτσια –ο Βασίλης φορούσε μπότες, εκείνη τη στιγμή το είδα πρώτη φορά. Εντέλει μας άφησε να περάσουμε μα ήξερα ότι αν κάναμε άλμα εις ύψος, το κοντάρι θα ταλαντευόταν απίστευτα πολύ έως ότου ως εκ θαύματος θα σταματούσε και δε θα έπεφτε. Μπήκαμε μέσα στο μισογεμάτο μαγαζί, μα ούτε ίχνος της. Κοίταξα ανάμεσα σε όλες τις αντροπαρέες (περιτριγυρισμένη από μια τέτοια τη φανταζόμουνα) μα εις μάτην. Η ώρα περνούσε, το μαγαζί γέμισε ασφυκτικά και τα Τζακ Ντάνιελς αυξάνονταν και πληθύνονταν. Του Βασίλη δηλαδή. Εγώ είχα μείνει σταθερά στα δύο. Οδηγάμε, αδερφέ. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα κάναμε το γύρο του μαγαζιού σπρώχνοντας, πατώντας και χουφτώνοντας τον κόσμο μήπως και τη δούμε όταν είχε πια φτάσει 5 η ώρα. Σε μια από τις περιπολίες μας μια μελαχρινή τύπισσα με ένα ντεκολτέ πιο λαχταριστό και από παγωμένο νερό ένα μεσημέρι με καύσωνα έπιασε τον Βασίλη και άρχισαν να χορεύουν. Εγώ πλησίασα προς την μπάρα να ζητήσω ένα ποτήρι νερό (είχα διψάσει εξ’ ου και η παρομοίωση). Μόλις γύρισα το κεφάλι προς το μέρος τους, τους είδα έκπληκτος να φιλιούνται. Χαμογέλασα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο του κλαμπ. Ο Βασίλης είχε βρει τι να κάνει για το υπόλοιπο της βραδιάς. Αλίμονο σε μας.

Μόλις βγήκα από την πόρτα, άκουσα μια λαχανιασμένη φωνή: «Περίμενε!»

Όχι δεν ήταν η Ξανθιά από τους Mazoo & The Zoo, μην κάνετε κέφι. Ήταν ο Βασίλης.

«Το Ghost Riders In The Sky!» φώναξε. «Δεν είναι του Τζόννυ Κας κανονικά! Είναι ένα ιρλανδικό αντιπολεμικό τραγούδι του 19ου αιώνα!»

Τον κοίταξα συγκαταβατικά. Χαμογέλασα αμυδρά και πήγα στο αμάξι μου. Με το που πήρε μπρος η μηχανή, αυτόματα ξεκίνησε το τραγούδι και χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η κοπέλα μου. Τα είχαμε κοντά στον ενάμιση χρόνο, με ένα διάλειμμα στο πρώτο εξάμηνο όταν την είχα πιάσει να φασώνεται με έναν άγνωστο σε ένα μπαρ και είχαμε χωρίσει για κανά μήνα.

«Θες να έρθεις σπίτι μου;» με ρώτησε.

«Ναι… Τις νύχτες είσαι πιο κοντά μου…»

«Τι γλυκός!»

«Όχι δεν κατάλαβες. Τις νύχτες είσαι όντως πιο κοντά. Δεν υπάρχει κίνηση, παίρνω Κηφισίας, παίρνω Παραλιακή, παίρνω Εθνική… Τα πάντα είναι 5 φορές πιο κοντά. Και τα καλοκαίρια ακόμα περισσότερο… Βάζεις ένα κοντομάνικο και βγαίνεις. Τίποτα δε σε κρατάει μέσα. Γι’ αυτό μου αρέσουν τα καλοκαίρια…» στάθηκα και αναστέναξα. Σχεδόν ανακουφισμένος που τελικά δε βρήκα τον Ξανθό μου Άγγελο. «Σε 10 λεπτά είμαι εκεί.»

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Και εγένετο ανάρτησις

Ναι, ετούτη. Η πρώτη. Και αναλογιζόμενοι ότι ο χρόνος έχει μόνο μία ομορφιά μέσα στο σαδισμό του -την πρώτη φορά ντε- τότε το ότι εγώ θα τη σπαταλήσω απερίσκεπτα, ανούσια και ηλίθια -σαν ζωή- είναι σίγουρα κάτι το όχι και τόσο έξυπνο εκ μέρους μου.

"Σιγά μωρέ" γκρίνιαξα. "Εξάλλου το να μετανιώνω είναι μια από τις ελάχιστες ψευδαισθήσεις που μου έχουν μείνει για να νομίζω ότι αυτός ο κόσμος που τόσο αγαπάω έχει κάποιο νόημα."

Σε αυτό το σημείο, όμως, θα σταματήσει η πρώτη αυτή ανάρτηση γιατί θα αποκτήσει νόημα και θα πρέπει να σβήσω την πρώτη παράγραφο. Και τη δεύτερη. Και αυτήν εδώ, τώρα που το σκέφτομαι. Ε, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα είναι μια κενή πρώτη ανάρτηση. Πάμε να τσικνίσουμε. Αργήσαμε ως συνήθως. Στο καλό.