Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Βαθύ Γαλάζιο

 Ένας διαγαλαξιακός ναργιλές, ένα ρούβλι που είχε βρει σε ένα βράχο κάτω από ένα κόκκινο σφεντάμι στη Νότια Οσετία και η διαθήκη της. Αυτά ήταν όσα πρόλαβε να σώσει πριν καταστραφεί κάθε σπιθαμή του κόσμου της. Όσα διάλεξε, δηλαδή, να προλάβει να σώσει. Τώρα πια περνούσε τις μέρες τις προσπαθώντας να δώσει ερμηνεία σε αυτές τις επιλογές που είχε κάνει. Τότε. Τώρα πια, στις σκιές των ερειπίων που αποτελούσαν τα Προάστια, εκεί που ούτε καρδιοχτύπι δεν ήταν ικανό να αποδιώξει τη μυρουδιά της απόλυτης νέκρας, μπορούσε να αρχίσει πραγματικά τη ζωή της. Κάτω από το νυχτερινό ουρανό και την πανσέληνο που αχνοφαινόταν πίσω από την κατάμαυρη κάπνα που μύριζε πίσσα και θειάφι.

Αποφάσισε να ξεκινήσει προσπαθώντας να ερμηνεύσει την επιλογή της να προσπαθήσει να ερμηνεύσει την επιλογή που είχε κάνει τότε. Αυτό που ανακάλυψε μετά από επίπονες διανοητικές διαδικασίες που περιελάμβαναν θιβετιανό διαλογισμό και κάποιες άλλες απόκρυφες τεχνικές που είχε μάθει σε κάποια από τα πολλά τις διαδικτυακά ταξίδια –καθότι κοσμογυρισμένη- ήταν ότι έπαιρνε ως δεδομένο… τον εαυτό της. Ασυναίσθητα, θεωρούσε αυθεντία το ένστικτό της, κάτι που δεν είχε ποτέ αντιληφθεί ότι έκανε όσο ζούσε στο σπίτι της, δώδεκα έτη φωτός και δύο τσιγάρα δρόμος από εκεί που ήταν τώρα. Είχε περάσει τη ζωή της αγνοώντας ότι τα πράγματα στον κόσμο –όπως και οι ίδιες οι σκέψεις της- συνέβαιναν «γιατί έτσι». Ήταν δέσμια της θρησκείας του αιτίου. Της έδινε μια απροκάλυπτη αίσθηση ελέγχου επί των καταστάσεων, επί του εαυτού της. Η αλήθεια είναι ότι ήταν πρακτικά αδύνατο να την είχε αποβάλλει όσο ο κόσμος της υπήρχε.


Σε εκείνο το χωροχρόνο, στεκόταν κάτω από τον νυχτερινό ουρανό με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω, όσο ο αυχένας επέτρεπε. Ένα νεκρό άστρο κατέρρεε και μπορούσε καθαρά να δει ότι κάτι τελείωνε. Η τρομακτική, κοσμογονική αντανάκλασή του χωνόταν βαθιά μέσα στα θεμέλια των Προαστίων και τα πότιζε.

Όταν όλα τέλειωσαν, περπάτησε μέχρι ένα στενό σοκάκι, κρυμμένο από τα ερείπια κτηρίων τα οποία κάποτε θα ήταν πολυκατοικίες. (βέβαια, κάτι βαθιά μέσα της, κάτι ανείπωτα τρομερό της έλεγε ότι ίσως να κατασκευάστηκαν έτσι εξαρχής) Οι ανεμόσκαλες έσταζαν σκουριά και υγρασία. Κάθισε με τα γόνατα στην χαλικωμένη άσφαλτο. Ξεδίπλωσε τη διαθήκη της, το ένα και μοναδικό πράγμα στη ζωή της στο οποίο θα είχε ποτέ τον έλεγχο που τόσο επιζητούσε παλιά. Όχι ότι την ένοιαζε πια. Σύμφωνα με τη διαθήκη της, άφηνε το ρούβλι στην υδρορροή λίγο πιο πέρα, στο πεζοδρόμιο. Αυτήν που παρέσυρε σκόνη μαζί της και (που και που) κανένα κομμάτι τσιμέντο. Θα ήταν η μία και μόνη παρακαταθήκη της. Τον ναργιλέ θα τον έπαιρνε μαζί της. Μπορούσε να συγχωρέσει στον εαυτό της μία πράξη εγωισμού. Κι ύστερα, ένα φως την κάλυψε. Άρχισε να την κατατρώει σιγά-σιγά, να τη μοιράζει πέρα δώθε, στον αέρα, στο έδαφος, στις σκέψεις. Στο τέλος δεν υπήρχε παρά μόνο ένα ρούβλι να παρασέρνεται από τα βρομόνερα μιας υδρορροής. Τώρα πια μπορούσε να ξεκινήσει.