Η ιστορία που θα ακολουθήσει είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Γενικά η ζωή μου για έναν παράξενο λόγο πάντα είχε την ιδιαιτερότητα να της συμβαίνουν αλλόκοτα πράγματα. Όχι τίποτε μεγάλο, μη φανταστείτε. Αυτά τα μικρά καθημερινά πραγματάκια που όλοι προσπερνούμε δίχως να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία για μένα πάντα… εχμ πώς να το πω… διατρέχονταν από περίεργες συμπτώσεις. Ευτυχώς οι καλοί μου φίλοι τα έχουν δει ιδίοις όμμασι και οι κατηγορίες περί φιδεμπορισμού έχουν σταματήσει.
Αλλά πριν ξεκινήσω, θα αναφέρω μια σημαντική λεπτομέρεια για την κατανόηση της ιστορίας μας: καθότι φοιτητής (για λίγο καιρό ακόμα καλώς εχόντων των πραγμάτων) τυχαίνει να κάθομαι πολλά πρωινά σπίτι σε μια προσπάθεια να παρακολουθήσω όσο το δυνατόν λιγότερες ώρες μαθήματος στη σχολή. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των τίγκα αργόσχολων πρωινών μία από τις πασατέμπο ασχολίες μου ήταν το ζάπινγκ στην τηλεόραση. Ήταν αδύνατον λοιπόν να μην πάρει το μάτι μου δύο wannabe έφηβες καλλιτέχνιδες να τραγουδούν οικολογικά τραγούδια που υμνούν τη χάρη διάφορων χαριτωμένων ζωντανών. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο τα εξαίσια αυτά άσματα ανέβαζαν τη λίμπιντό μου, σε βαθμό που ανησυχούσα μήπως εμφάνιζα τα πρώτα σημάδια κτηνοβασίας. Ώσπου ένα πρωινό εκεί που παρακολουθούσα το videoclip του τραγουδιού «Η καμήλα» συνειδητοποίησα την αλήθεια… ΟΛΟΝ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ, ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΑ ΖΩΑ! ΗΤΑΝ ΟΙ ΔΥΟ ΚΟΠΕΛΕΣ ΠΟΥ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ!!! (και ειδικά η ξανθιά η τσαχπίνα που κουνιόταν με την άνεση του ρίχνω 10 χυλόπιτες την ημέρα σε πρωτάκια). Εφησυχασμένος για τις σεξουαλικές μου προτιμήσεις, συνέχισα τη ζωή μου ήρεμος πια. Κάθε πρωί βέβαια, η τηλεόραση ήταν στο Alter στο συγκεκριμένο χάρμα οφθαλμών.
Και σε αυτό το σημείο φθάνουμε στην ιστορία μας. Το περιστατικό που θα διηγηθώ συνέβη την περασμένη Παρασκευή. Ξύπνησα κατά τις 2 η ώρα έχοντας το γλυκό hangover που μόνο το καλό κρασί μπορεί να προκαλέσει και τον πρησμένο αστράγαλο, ενθύμιο εξαίσιων χορευτικών φιγούρων. Έλα μου όμως που η από πάνω μου, η του πάνω ορόφου για να ακριβολογούμε καθότι άσχημη πενηντάρα, έριξε κοτζάμ ζαρντινιέρα που είχε κρεμασμένη στο μπαλκόνι της πάνω στην τέντα μου, την οποία φυσικά και διαπέρασε. Το σχέδιο ήταν: πηγαίνω στον οικογενειακό μας τεντά (!) στο Ηράκλειο –το Νέο Ηράκλειο- να διαλέξω σχέδιο για την καινούρια τέντα, να δώσω και τα λεφτά και μετά να πάω να βρω ένα φίλο μου για καφέ. Βγήκα, λοιπόν, να πάρω ταξί γιατί α)η λαϊκή είχε κλείσει το πάρκινγκ μου β)δεν την παλεύω με λεωφορεία και τρένα γ)ήμουν τυχερός στο πόκερ τις προάλλες και είχα μια οικονομική άνεση παραπάνω. Εγώ βέβαια θα προσέθετα και ένα δ)θείο θέλημα. Βέβαια, το τέλος της ιστορίας μας θα επιβεβαιώσει τους γνωστικιστές, ότι δηλαδή ο θεός υπάρχει, απλά δεν είναι τέλειος. Είναι παρανοϊκός…
«Ηράκλειο;» ρωτάω τον ταξιτζή 3 μέτρα πριν φτάσει στο ύψος μου. Οι ταξιτζήδες, βλέπετε, έχουν αυτήν την ικανότητα να μπορούν να διαβάζουν τα χείλη. Αυτό κάνουν όλη μέρα. Τίποτα άλλο. Τα μόνα μέρη, όμως, που μπερδεύουν είναι το Γκάζι με το Μπουρνάζι. Αν θέλετε να τους κάνετε τη ζωή δύσκολη δοκιμάστε το. Θα σταματήσουν δίπλα σας περιχαρείς και όταν καταλάβουν ότι εννοούσατε το άλλο θα σιχτηρίσουν τη ζωή τους.
«Μπες μέσα. Θα πάμε από ____» μου είπε μια οδό που ούτε που την ήξερα. Προφανώς θα κάναμε κύκλο αλλά κοιμόμουν όρθιος. Δεν ήμουν στο mood του όχι. Δεν το πολυσκέφτηκα και άνοιξα την πόρτα να κάτσω στο πίσω κάθισμα, όταν και η θεία παρέμβασις έλαβε χώρα. Βλέπω την Ξανθιά από τους Mazoo & The Zoo. Στη συνέχεια έμαθα και το πραγματικό της όνομα, αλλά για τις ανάγκες της ιστορίας θα αναφέρεται ως η Ξανθιά ή ο Ξανθός Άγγελος ή η Ξανθιά Ονείρωξη. Το τελευταίο από τα τρία βέβαια θα το δείτε γραμμένο μόνο στην προηγούμενη πρόταση αλλά ο σκοπός του ήδη επετεύχθη.
Κατά τη διάρκεια της κούρσας έπιασα την κουβέντα στον Ξανθό μου Άγγελο, αν και με τρεμάμενη φωνή, το ομολογώ. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Χμμμ… Ας προσπαθήσω να θυμηθώ… Καταρχάς ξεκίνησα με ένα κομπλιμέντο για το συγκρότημα: «Ξεχωρίζεις από τους υπόλοιπους στα videoclip, έχεις πολύ λαμπερή παρουσία. Να το κυνηγήσεις» ή τέλος πάντων κάτι εξίσου εκνευριστικά φλώρικο. Έπειτα τη ρώτησα που είχε πάει την προηγούμενη μέρα, Τσικνοπέμπτη γαρ. Τη ρώτησα τι κάνει στη ζωή της, πέραν του «συγκροτήματος» και επίσης που της αρέσει να βγαίνει. Εκείνη ήταν πολύ φιλική. Έτσι μου έμοιαζε τουλάχιστον. Μάλιστα στην τελευταία ερώτηση μου είπε ότι της αρέσει να βγαίνει στο Μαρούσι και ότι εκείνη τη μέρα θα πήγαινε σε ένα κλαμπ εκεί πέρα.
«Πλάκα κάνεις! Κι εγώ εκεί θα πάω σήμερα, το έχω κανονίσει με την παρέα μου!»
Μη φαντάζεστε. Δεν είμαι τόσο τυχερός. Τα αλλόκοτα πράγματα περιορίζονται στο να είναι αδιαφόρως αλλόκοτα ή στο να είναι αρνητικά αλλόκοτα. Το ψέμα, όμως, αυτού μου βγήκε πιο αυθόρμητο και από βουτιά Ντιόγκο (εξ: Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής του ΟΣΦΠ από το 2008, γνωστός για τη μη ντρίμπλα του και την κίνηση μπανανόφλουδα). Τέλος πάντων, όταν τελικά έφτασε στο προορισμό της και κατέβηκε από το ταξί προσπαθούσα ακόμα να συνειδητοποιήσω αυτό που συνέβη. Και αν ήμουν τόσο τυχερός ώστε να την πετύχω ανάμεσα στους 800000 κατοίκους της Αθήνας, γιατί να μην πιστεύω ότι μπορώ να είμαι ακόμα πιο τυχερός και να καταλήξω στο να εκπληρώσω κάθε λάγνα επιθυμία μου που το κορμί της μου προκαλούσε.
Το βράδυ έφτασε και ετοιμαζόμουν να πάω να πάρω το φίλο μου τον Βασίλη να πάμε στο κλαμπ στο Μαρούσι. Θα πηγαίναμε οι δυο μας. Ήταν η καλύτερη δυνατή αναλογία που μπορούσα να μαζέψω εκείνη τη μέρα και –άρα- οι μικρότερες πιθανότητες να φάμε πόρτα. Του έκανα αναπάντητη και κατέβηκε από την πολυκατοικία του φορώντας ένα καρό πουκάμισο και ένα δερμάτινο απ’ έξω που σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη επιλογή αν θέλαμε να μπούμε μέσα. Αποφάσισα να μην πω τίποτα, εξάλλου δε θα έβγαινε κάτι. Ο Βασίλης ήταν περίεργος τύπος και ενοχλούταν εύκολα. Μπήκε στο αμάξι με ένα ηλίθιο χαμόγελο κρατώντας ένα cd. «Τώρα το έγραψα, βάλτο να το ακούσουμε καθώς πηγαίνουμε. Θα μας ανεβάσει την αυτοπεποίθηση» «Τι είναι;» «Τζόννυ Κας»
Το πρώτο τραγούδι ήταν το Ghost Riders In The Sky. Καθώς ήμασταν σταματημένοι στην κίνηση ο Βασίλης έβαλε το κομμάτι να ξαναπαίξει με το που τελείωσε. Και τρίτη. Και τέταρτη φορά. Ώσπου κατάλαβα ότι ο Βασίλης δεν πείραζε καν το ραδιόφωνο. Η οθόνη έγραφε με παρισσεία «Track No4». Είχε γράψει ένα ολόκληρο cd που είχε περίπου 20 φορές το Ghost Riders In The Sky. Τον κοίταξα για να πάρω ένα αστείο, απολογητικό ύφος. «Ε και τι ήθελες να γράψω;» γκρίνιαξε.
Μισή ώρα και κάμποσα Ghost Riders In The Sky μετά φτάσαμε στο μαγαζί. Σταθήκαμε μπροστά στον πορτιέρη, σωστοί κονιόρδοι. Μας στραβοκοίταξε από την κορφή ως τα παπούτσια –ο Βασίλης φορούσε μπότες, εκείνη τη στιγμή το είδα πρώτη φορά. Εντέλει μας άφησε να περάσουμε μα ήξερα ότι αν κάναμε άλμα εις ύψος, το κοντάρι θα ταλαντευόταν απίστευτα πολύ έως ότου ως εκ θαύματος θα σταματούσε και δε θα έπεφτε. Μπήκαμε μέσα στο μισογεμάτο μαγαζί, μα ούτε ίχνος της. Κοίταξα ανάμεσα σε όλες τις αντροπαρέες (περιτριγυρισμένη από μια τέτοια τη φανταζόμουνα) μα εις μάτην. Η ώρα περνούσε, το μαγαζί γέμισε ασφυκτικά και τα Τζακ Ντάνιελς αυξάνονταν και πληθύνονταν. Του Βασίλη δηλαδή. Εγώ είχα μείνει σταθερά στα δύο. Οδηγάμε, αδερφέ. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα κάναμε το γύρο του μαγαζιού σπρώχνοντας, πατώντας και χουφτώνοντας τον κόσμο μήπως και τη δούμε όταν είχε πια φτάσει 5 η ώρα. Σε μια από τις περιπολίες μας μια μελαχρινή τύπισσα με ένα ντεκολτέ πιο λαχταριστό και από παγωμένο νερό ένα μεσημέρι με καύσωνα έπιασε τον Βασίλη και άρχισαν να χορεύουν. Εγώ πλησίασα προς την μπάρα να ζητήσω ένα ποτήρι νερό (είχα διψάσει εξ’ ου και η παρομοίωση). Μόλις γύρισα το κεφάλι προς το μέρος τους, τους είδα έκπληκτος να φιλιούνται. Χαμογέλασα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο του κλαμπ. Ο Βασίλης είχε βρει τι να κάνει για το υπόλοιπο της βραδιάς. Αλίμονο σε μας.
Μόλις βγήκα από την πόρτα, άκουσα μια λαχανιασμένη φωνή: «Περίμενε!»
Όχι δεν ήταν η Ξανθιά από τους Mazoo & The Zoo, μην κάνετε κέφι. Ήταν ο Βασίλης.
«Το Ghost Riders In The Sky!» φώναξε. «Δεν είναι του Τζόννυ Κας κανονικά! Είναι ένα ιρλανδικό αντιπολεμικό τραγούδι του 19ου αιώνα!»
Τον κοίταξα συγκαταβατικά. Χαμογέλασα αμυδρά και πήγα στο αμάξι μου. Με το που πήρε μπρος η μηχανή, αυτόματα ξεκίνησε το τραγούδι και χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η κοπέλα μου. Τα είχαμε κοντά στον ενάμιση χρόνο, με ένα διάλειμμα στο πρώτο εξάμηνο όταν την είχα πιάσει να φασώνεται με έναν άγνωστο σε ένα μπαρ και είχαμε χωρίσει για κανά μήνα.
«Θες να έρθεις σπίτι μου;» με ρώτησε.
«Ναι… Τις νύχτες είσαι πιο κοντά μου…»
«Τι γλυκός!»
«Όχι δεν κατάλαβες. Τις νύχτες είσαι όντως πιο κοντά. Δεν υπάρχει κίνηση, παίρνω Κηφισίας, παίρνω Παραλιακή, παίρνω Εθνική… Τα πάντα είναι 5 φορές πιο κοντά. Και τα καλοκαίρια ακόμα περισσότερο… Βάζεις ένα κοντομάνικο και βγαίνεις. Τίποτα δε σε κρατάει μέσα. Γι’ αυτό μου αρέσουν τα καλοκαίρια…» στάθηκα και αναστέναξα. Σχεδόν ανακουφισμένος που τελικά δε βρήκα τον Ξανθό μου Άγγελο. «Σε 10 λεπτά είμαι εκεί.»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ωραίοςςς.....όλα όσα περιγράφεις, εξιστορείς, λες τέλος πάντων, είναι αλήθεια ? σίγουρα ? τότε πρέπει να συζητήσουμε !
ΑπάντησηΔιαγραφήΧμ η αλήθεια είναι ότι η ιστορία είναι κάπως παραλλαγμένη για λόγους προσωπικού απορρήτου. Στην πραγματικότητα κατέληξα στο κρεβάτι με την κοπέλα απ' τους Mazoo & The Zoo. Θα σε πάρω τηλέφωνο απ' το καινούριο μου κινητό. Το παλιό το άλλαξα γιατί με κυνηγούσε συνέχεια για ακατάπαυστο σεξ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίος φίλε, τον Βασίλη και τα μάτια σου άλλη φορά μπας και φας και εσύ κάτι.
ΑπάντησηΔιαγραφή