Μες στο στήθος η νοσταλγία. Αυτή η παιδική ανοησία.
Εξηγήσεις κ’ ειρωνείες. Ανάπηρες, φλεγματικές ανοησίες.
Κι εσύ ρωτάς. Εαυτέ. Μη ρωτάς. Δεν πρέπει.
Ψάχνω μια λέξη δυνατή να πω, στο νου να μείνει.
Μα δεν πονάει όταν φεύγεις.
Μόνο όταν είσαι εδώ. Μόνο όταν ήσουν εδώ.
Μόνο όταν ενώνουμε κρεβάτια.
Όταν η απορία γίνεται άγχος και το άγχος έκλυτος βίος.
Κι η ανάσα σου γίνεται θόρυβος αστείος.
Και η εικόνα σου θολώνει.
Πάνω στην εικόνα της.
Μες στο στήθος η νοσταλγία. Η απροσάρμοστη ουτοπία.
Οι μελιστάλαχτοι οι στίχοι. Μια κλισέ μπαρουτοθήκη.
Και θέλω να ρωτήσω «αν». Μα δε ρωτώ. Δεν πρέπει.
Ψάχνω μια λέξη δυνατή να πω στο νου, να φύγει.
Μα δε θα μείνει όταν πονώ.
Κι ύστερα αρχίζει η ποίηση, είπε ο Καζαντζάκης.
Μα πριν αρχίσει σου σαπίζει την ψυχή.
Και τη συνηθίζεις με την άλλη της μορφή.
Όλα στο περίπου είναι. Όπως τότε.
Φθαρμένα, δίχως νόημα.
Μα κόσμος.
Μες στο στήθος η νοσταλγία. Μια ανυπόφορη μαλακία.
Δε θα ‘πρεπε καν να υπάρχει. Αν σ’ άφηνα δε θα ‘σουνα μονάχη.
Και αναρωτιέσαι αν σημαίνει κάτι. Ναι. Σημαίνει. Τίποτα.
Ψάχνω μια λέξη σιγανή να σου πω, να μην ακούσεις.
Ανεπαίσθητα να χαθεί. Να ξεχαστεί.
Δεν είμαι έτσι γενικώς.
Φταίει ο ρημαδιασμένος ο καιρός.
Και τα θλιβερά πεντάγραμμα που με έριξαν, σαφώς.
Με έριξαν κάπου όμορφα.
Και αναρωτήθηκα.
Κάπως.
Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
πολύ καλό..αν το είχα διαβάσει χθες θα το έγραφα στο γράμμα μου ! ξέρεις...galaioan
ΑπάντησηΔιαγραφή