«Πάντα το κλεψιμαίικο έχει άλλη νοστιμάδα» συνήθιζε να του λέει ο παππούς του, ενώ του διηγούταν ιστορίες απ’ τα νεανικά του χρόνια, όταν με την παρέα του σκαρφάλωνε σε μάντρες και έμπαινε σε ξένα αγροκτήματα για να κλέψει μανταρίνια και μήλα -ή ακόμα και φραγκόσυκα αν ήταν οργανωμένοι και είχαν μαζί τους τα συμπράγκαλα που έπρεπε για να τα συλλέξουν. Και πάντα στο τέλος έφευγαν με την μπουκιά στο στόμα, κυνηγημένοι από κάποιον εξαγριωμένο ιδιοκτήκτη που τους έπαιρνε στο κατόπι, για να καταλήξουν κάτω από μια ελιά, στο σκιερό το χώμα και να μισοκοιμηθούν εκεί μέχρι να κατέβει ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά και να πάνε σπίτια τους να ακούσουν τις κατσάδες της μάνας τους. Αν ήταν τυχεροί, ξέμενε και κανένα ζουλιγμένο μήλο στις τσέπες για την επόμενη ημέρα...
Τόσος καιρός πέρασε από τα χρόνια του παππού του, χρονικό διάστημα που δεν μπορούσε καν να αντιληφθεί ο νους του, όταν όλη του η ύπαρξη δε μετρούσε κούτσα-κούτσα δύο δεκαετίες, και όμως οι διαφορές ήταν λίγες. Και αυτός έκλεβε μαζί με τους φίλους του όπου έβρισκε. Μόνο που δεν ήταν φρούτα, μήτε τίποτα άλλο χειροπιαστό. Έκλεβαν internet. Από το δωμάτιο τους. Ορισμένες φορές αναγκάζονταν να πάνε κοντά στα παραθυρόφυλλα για να πιάσουν καλύτερο σήμα. Και αν ήταν τυχεροί και οι καλές συνδέσεις ήταν ξεκλείδωτες, τότε κάθονταν μέχρι αργά το βράδυ. Και μίλαγαν με τους φίλους τους που ήταν ο καθένας σπίτι του και βλέπανε πράγματα που οι παππούδες τους δε φαντάζονταν καν ότι υπήρχαν. Και μάθαιναν για πράγματα που άλλοι θα χρειάζονταν δεκαετίες για να τα μάθουν. Και οι ορίζοντές τους άνοιγαν διάπλατα.
Και ύστερα κοιμόντουσαν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου