Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Ξίγκια Και Κοπριά

Ή αλλιώς, τι είδα στο πρόσφατο ταξίδι μου στη Γερμανία. Θα το συνόψιζα σε δύο πράγματα: είδα Γερμανούς και τον Ζορμπά. Ας ξεκινήσω, λοιπόν, με τους Γερμανούς... Μυστήριοι τύποι. Γενικά. Έβλεπες απ’ άκρη ως άκρη του δρόμου ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος αυτοκινήτου –ούτε καν κίνδυνος μην πεταχτεί από πουθενά- και όμως περίμεναν στωικά, σχεδόν προβατοειδώς, να πρασινίσει το φανάρι για τους πεζούς για να περάσουν αντίκρυ. Όταν εγώ διέσχιζα το δρόμο με την άνεσή μου παρά το κόκκινο του χρώματος, πάντα με στραβοκοίταζαν με ύφος χιλίων καρδιναλίων και έκφραση που δίχως αμφιβολία μεταφραζόταν σε «ζώα, απολίτιστοι τουρίστες». Κάτι που ίσως και να με πείραζε αν δεν ήξερα ότι κι εγώ την ίδια στιγμή σκεφτόμουν «ηλίθιοι, κορόιδα Γερμανοί»…


Οι Γερμανοί, λοιπόν, είναι χοντροί. Σχεδόν. Όπως και να ‘χει, όπου και να πήγαινες έβλεπες Γερμανούς με μια μπύρα στο χέρι. Λουκάνικα, τηγανητά φαγητά με βούτυρο αντί για λάδι, χοιρινά κότσια… Ε δεν ήταν τυχαίο ότι για να βρεις Γερμανίδα με γωνίες στο πρόσωπο έπρεπε ή να έχεις άπλετη την τύχη με το μέρος σου ή να έχεις κατεβάσει κι εσύ ο ίδιος κάμποσα ποτήρια μπύρας. Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, αναρωτήθηκα, λοιπόν: «τι κάνουμε το φαγητό που τρώμε;». Ο Ζορμπάς είχε την απάντηση. Άλλοι το κάνουν ξίγκια και κοπριά, άλλοι το κάνουν δουλειά και κέφι και άλλοι το κάνουν Θεό.

Τον Ζορμπά τον πρωτοσυνάντησα στο δρόμο από Αμβούργο για Βερολίνο. Το εντυπωσιακό μαζί του ήταν ότι δεν προσπαθούσε να αγαπάει όλους τους ανθρώπους, όπως εγώ και τόσοι άλλοι θεωρούν πρέπον. Ούτε προσπαθούσε να ξεδιαλέξει τους καλούς ανθρώπους και να απομακρύνει τους σκάρτους. Απλά τους ανεχόταν όλους. Ανεξαιρέτως. Με όλα τα ελαττώματά τους. Τους κατανοούσε γιατί αγαπούσε υπέρμετρα τη ζωή, κάτι πολύ σημαντικότερο από τον δηθενισμό και το εκ προοιμίου αδύνατο του να αγαπάς ανθρώπους που δεν είναι … εσύ.
















Ο Ζορμπάς, λοιπόν, μου ξεκαθάρισε ξεδιάντροπα ότι εγώ, στη φάση της ζωής που είμαι, το φαΐ μου το κάνω ξίγκια και κοπριά. Τίποτε άλλο. Δεν κρύβω ότι παρόλο που μέσα μου το ήξερα, με σόκαρε. Μού ‘δωσε, όμως, δύο εναλλακτικές για να φτάσω στο δεύτερο επίπεδο, να το κάνω δηλαδή δουλειά και κέφι. Μου τις έδωσε μέσω μιας, ας πούμε, παραβολής:

Μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος ενενήντα χρονών φύτευε μια μυγδαλιά. -Ε, παππούλη, του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις; Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει: -Εγώ, παιδί μου, ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος! -Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα να ταν να πεθάνω την πάσα στιγμή. Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;

Ποιος απ’ τους δυο είχε δίκιο; Ο Ζορμπάς λέει ότι και οι δυο δρόμοι σωστοί είναι. Εξίσου αντρίκιοι. Μα το θέμα είναι ότι πρέπει να διαλέξεις τον έναν και μετά να πιστέψεις την επιλογή σου με όλη σου την ψυχή, σα να μην υπήρξε ποτέ η άλλη. Και να ‘ταν αυτό το δυσκολότερο κομμάτι…

Για να δούμε. Ποιος απ' τους δυο είχε δίκιο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου