…είπε και γύρισε την πλάτη του για να κρύψει το σκυθρωπό πρόσωπό του.
Ο Αστράνθρωπος έμεινε άναυδος. Ήταν το τελευταίο πράγμα στον κόσμο που περίμενε να ακούσει. Τόσα χρόνια, τόσοι έρωτες, τόσα ερωτηματικά, τόσα αστρικά ταξίδια, τόσες περιπέτειες πίσω στα 60s… Όλα αφρός. Άχρηστα, γυμνά νοήματος και σκοπού. Έγειρε στο παράθυρο και κοίταξε την αυγουστιάτικη πανσέληνο. Η πικρή γεύση στα χείλη του συγκρινόταν μόνο με εκείνη του χαπιού συνδυασμένων βαρυονίων που τον είχε αναγκάσει να καταπιεί ο Μπέλθαγκορ όταν τον είχε αιχμάλωτο στον ερεβώδη πλανήτη του, με σκοπό να του κλέψει μια για πάντα τις δυνάμεις του. Ακόμα και αυτή η περιπέτεια, όμως, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια μάταιη ανάμνηση. Ακόμη ένα καρδιοχτύπι που και να μη λάβαινε χώρα, τίποτα δε θα άλλαζε. Δε θα υπήρχε η παραμικρή επίπτωση, ούτε στον Διασυμπαντικό Συνασπισμό, ούτε έξω από αυτόν…
«Και τώρα τι θα κάνουμε; Θα του το πούμε; Πρέπει να ξέρει!»
«Και τι θα κερδίσει; Αν έμαθα ένα πράγμα στη ζωή μου, αυτό είναι ότι η γνώση είναι ένας ρουβικώνας που καλά θα κάνεις να μην τον διαβείς. Άπαξ και πέσεις στην παγίδα, θα γνωρίζεις πάρα πολλά για να μπορείς να μη θες να γνωρίζεις τίποτα. Δεν υπάρχει επιστροφή.»
«Η άγνοια, όμως, δεν του ταιριάζει. Έζησε ηρωικά όλη του τη ζωή. Ηρωικά θα φύγει και από αυτήν, αν περνάει από το χέρι μου!» βροντοφώναξε και σήκωσε το φωσφορίζον χέρι του ψηλά στον αέρα. «Θα πάω να τον βρω. Να του τα εξηγήσω όλα! Πες μου, που βρίσκεται;»
«Στις ερήμους του πλανήτη Eq-Alshii, όπου κανένα ον δεν έχει καταφέρει να μείνει για πάνω από μία μέρα: παντοδύναμοι σεισμοί και νεοδημιουργηθέντα ηφαίστεια σείουν το έδαφος κάθε λεπτό. Κινούμενες άμμοι δρουν ως φυσικές παγίδες και ρουφούν οτιδήποτε βρεθεί στο διάβα τους στην καρδιά αυτού του αδηφάγου πλανήτη. Έχει πάει εκεί για να διαλογιστεί εν όψει της επικείμενης μάχης με τον ίδιο του το δίδυμο αδερφό και δεν έχει δώσει σημάδι ζωής εδώ και ένα μήνα…»
Ο Αστράνθρωπος κατέβασε το βλέμμα του για μερικά δευτερόλεπτα. Πάτησε το πορτοκαλί κουμπί του μετάλλινου περικάρπιού του –ίσως για τελευταία φορά. Αμέσως, ο διαγαλαξιακός ταξιδευτής, το πανίσχυρο όχημά του, προσγειώθηκε ευθύς μπροστά στα πόδια του. Τον επεξεργάστηκε για μια τελευταία φορά. Παρ’ όλες τις μάχες στις οποίες είχε εμπλακεί, ήταν ακόμα σαν καινούριο. Γυάλιζε από τη μία άκρη ως την άλλη… Μα τι ήταν αυτό που έβλεπε; Στην πάνω δεξιά γωνία του καλλιγραφικού Α, του θυρεού της αστρικής λεγεώνας, έλειπε μια μικρή τελεία. Όχι, δεν είχε φύγει το χρώμα. Ήταν απλά …κενό!
«Μαμααααα! Πόσες φορές σου έχω πει να μην καθαρίζεις την οθόνη του pc;;;» φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής του.
«Συγγνώμη που δε θέλω να είσαι μέσα στη βρωμιά!» τον επέπληξε, όμως η πειστικότητα στη φωνή της απουσίαζε, αφού ταυτόχρονα μαγείρευε στην κουζίνα.
«Κάηκε ένα pixel! Και στο είχα πει! Τώρα πως…»
«Ωχ, σταμάτα τις γκρίνιες επιτέλους! Να πάρε ένα τάλιρο να πας το βράδυ cinema με τους φίλους σου, αλλά μη σε ξανακούσω. Σύμφωνοι;»
Ο πιτσιρικάς, το όνομα του οποίου δε θα αποκαλύψω (aka επινοήσω) γιατί όπως θα διαπιστώσεις στη συνέχεια δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος, πήγε το βράδυ στον κινηματογράφο της γειτονιάς του, ο οποίος δεν ήταν της γειτονιάς μα ενός πλούσιου κυρίου και οικογενειακού φίλου …της οικογένειάς του. Όταν έφτασε, συνειδητοποίησε -προς απογοήτευσή του- ότι την ταινία που παιζόταν την είχε ήδη δει. Και να μην την είχε δει, όμως, το «Σαν το πέταγμα της πεταλούδας» ήταν η τελευταία ταινία στον κόσμο που θα αποφάσιζε να παρακολουθήσει. Ακόμα και αν η μοναδική εναλλακτική ήταν πουρές. Και ένας θεός ξέρει πόσο απεχθάνεται τον πουρέ! Με τι καρδιά να μπει στην αίθουσα, όταν στο κέντρο της πόλης το multiplex έπαιζε το «Η επιστροφή των απέθαντων κουρδιστών πορτοκαλιών 2: Η επιστροφή»;
Ξάφνου, άκουσε έναν χοροπηδητό ήχο προς τα πίσω, ο οποίος θα προσομοιωνόταν στο γραπτό λόγο ως ΜΠΟΙΝΓΚ. Ήταν ένα απέθαντο κουρδιστό πορτοκάλι που του μιλούσε με ανθρώπινη λαλιά! Η έκπληξή του ήταν απερίγραπτη.
«Δε χρειάζεται να δεις την ταινία. Οι ταινίες καταργήθηκαν!» του δήλωσε με στόμφο.
Ξύπνησε καταϊδρωμένος. Ήταν η τέταρτη φορά την τελευταία βδομάδα που έβλεπε ασυναρτησίες στον ύπνο του. Μα το περίεργο ήταν ότι και στα τέσσερα όνειρα αυτός ήταν παιδί. Γύρισε πλευρό για να κοιτάξει τη γυναίκα του που κοιμόταν γαλήνια και να επανέρθει στην πραγματικότητα.
«Θεέ μου, πως ασχήμυνε έτσι.» συλλογίστηκε.
Ξαναγύρισε πλευρό, μα ύπνος δεν τον έπαιρνε. Δίχως ιδιαίτερη σκέψη, σηκώθηκε, έβαλε την καπαρντίνα και έκανε ό,τι έκανε πάντα όταν η αϋπνία του χτυπούσε την πόρτα: πήγε στο γωνιακό bar να χτυπήσει ένα whiskey.
«Καλώς τον! Το συνηθισμένο;»
«Ναι Vlad. Και κάντο διπλό. Μη σε τρέχω και πέρα δώθε.» είπε και έσκασε ένα στραβό χαμόγελο. Είχε περάσει ώρες μπροστά στον καθρέπτη για να επιτύχει αυτό το στραβό χαμόγελο και να εμπλουτίσει τη φαρέτρα της γοητείας του, οπότε το εξασκούσε σε κάθε ευκαιρία.
«Ορίστε.»
«Καμιά ιστορία έχουμε για σήμερα;»
«Αμέ! Κάτσε αναπαυτικά, κέρνα με ένα τσιγάρο και θα σου πω για μια ξένη σειρά φαντασίας που βλέπω. Εκτός αν, αντί για ιστορίες, προτιμάς να πάω να κεράσω εκ μέρους σου τα δύο ξανθά κορίτσια που κάθονται στο τραπέζι μόνα τους. Να εκεί.»
«Μπα. Αυτό που χρειάζομαι τώρα είναι μια από τις ιστορίες σου. Με πονάει και το σαγόνι μου…»
«Καλώς. Λοιπόν, δώσε βάση. Κάπου κατά τον Β παγκόσμιο πόλεμο, στις επαρχίες της Ιαπωνίας, γεννιούνται δύο παιδιά. Δίδυμα. Ο πατέρας τους πεθαίνει στον πόλεμο πριν καν γεννηθούν και τα μεγαλώνει η μητέρα τους, η οποία ειρήσθω εν παρόδω γνώριζε ότι η ατομική βόμβα στο Nagashaki τους είχε χαρίσει μεταφυσικές δυνάμεις. Μεταφυσικές δυνάμεις που θα αποδεικνύονταν ζωτικής σημασίας όταν η γη θα ερχόταν σε επαφή με τους συνασπισμένους εξωγήινους πολιτισμούς κάμποσες δεκαετίες μετά!»
«Βάλε μου άλλο ένα διπλό. Προβλέπεται μαλακία ολκής η ιστορία σου.» σταμάτησε για μισό δευτερόλεπτο και συνέχισε. «Έτσι ακριβώς όπως την ήθελα δηλαδή!» είπε και χαμογέλασε.
«Μη με κατακρίνεις πριν ακούσεις τη συνέχεια. Για να σου κάνω απλά μια μικρή σύνοψη, θα σου πω ότι το ένα από τα δύο αδέρφια έγινε Σαμουράι και αποκαλύφθηκε στη συνέχεια ότι δεν ήταν παιδί αυτηνής, αλλά νόθο παιδί μιας άλλης Γιαπωνέζας η οποία τον είχε εγκαταλείψει όταν ήταν νεογέννητο. Και σα να μην έφτανε αυτό, ο αδερφός του –ή μάλλον αυτός που νόμιζε ως αδερφό του- πήγε με τη γυναίκα της ζωής του και συμμάχησε με τους κακούς προκειμένου να τον παραδώσει σε αυτούς και να πάρει για αντάλλαγμα έναν ολόκληρο πλανήτη να τον κυβερνά. Ο καλύτερός του φίλος τα ήξερε όλα αυτά, μα ποτέ δεν του είχε πει τίποτα. Όταν, όμως, o καλύτερός του φίλος είπε στον Αστράνθρωπο ότι…»
«ΟΛΟΙ ΠΡΟΔΙΔΟΥΝ ΤΟΝ ΜΠΑΣΤΑΡΔΟ ΣΑΜΟΥΡΑΪ!»
«Όντως, αυτές ακριβώς τις λέξεις του είπε; Την έχεις δει τη σειρά και με ταλαιπωρείς ρε ανεπρόκοπε;»
«Όχι καλέ μου Vlad. Απλά τελευταία συμβαίνουν κάποια περίεργα πραγμ…»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την τελευταία του λέξη και ολάκερη η γης άρχισε να σείεται. Στιγμές μετά, νιφάδες χιονιού γέμισαν το τοπίο και μισο-αιωρούνταν μισο-έπεφταν με περίσσεια χάρη.
«Συγγνώμη, μπορείτε να μου πείτε πόσο κάνει αυτό το χριστουγεννιάτικο στολίδι;»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
to stravo xamogelo einai mono enos k kanenos allou, ok ??
ΑπάντησηΔιαγραφήχαχαχ, η αλήθεια είναι ότι από τον συγκεκριμένο το εμπνεύστηκα!
ΑπάντησηΔιαγραφήA story inside a story (inside a story)... niiice. (και λίγο perverted, με την καλή έννοια).
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντάξει μη μου το χτυπάς. Κάποια στιγμή θα καταφέρω να γράψω κάτι perverted με την κακή έννοια. Θέλει εξάσκηση!
ΑπάντησηΔιαγραφή