Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

They Neither Sow Nor Reap


Κάποια μέρα θα έπαιρνε ένα αεροπλάνο για Μαδρίτη και θα έψαχνε να τη βρει. Τα δάχτυλά του έτρεμαν και μόνο στη σκέψη ότι θα αντίκριζε τα μάτια της, θα άγγιζε το δέρμα της, θα αισθανόταν την ανάσα της καθώς εκείνη θα του ψιθύριζε στο αυτί ερωτικές εξομολογήσεις ανείπωτες, απελευθερωτικές. Κάποια μέρα θα έπαιρνε το αεροπλάνο και θα πήγαινε εκεί, ναι.  Και αυτή η μέρα δε θα αργούσε, prometo a Dios –κι ας είχε ήδη αργήσει πάνω από οχτώ χρόνια.



Κάθε άνθρωπος που ζει σε μια ρουτίνα για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο της ζωής του υπεισέρχεται σε ένα στάδιο όπου όχι μόνο του φαίνονται σιχαμένες όλες οι αυτονόητες και απαραίτητες για την επιβίωσή του ενέργειες τις οποίες απαιτεί από αυτόν η κοινωνία, αλλά δεν αντέχει ούτε τις πιο απλές, αμελητέες λεπτομέρειες του κόσμου που τον περιτριγυρίζει. Οι ακατάστατες γραμμές που σχημάτιζε το μαχαίρι του στο βούτυρο κάθε πρωί… Ο τρόπος που η ματιά του συναντιόταν με αυτή του περιπτερά όποτε κοίταγε από μακριά τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων… Ο καιρός: Είτε θα είχε πολύ ζέστη με άπνοια, είτε καυτό αέρα, είτε κρύο με υγρασία, είτε πολύ κρύο, είτε αλλοπρόσαλλο καιρό με iluvia de mañana να ακολουθείται από ηλιόλουστα απογεύματα και τούμπαλιν, είτε χιόνια με πάγο στους δρόμους, είτε καιρό που άλλαζε κάθε μέρα και δεν ήξερες τι πρέπει να φορέσεις το πρωί και ούτω καθεξής… Οι δηλώσεις των πολιτικών, οι οποίοι τόσο σοβαρά και πειστικά κήρυτταν την νομιμότητα, τη δικαιοσύνη και την ηθική και ταυτόχρονα τόσο καταφανώς ζούσαν στο απώτατο άκρο της παρανομίας, των αδικιών και της ανηθικότητας… Μα πιο πολύ απ’ όλα τον εκνεύριζαν τα φανάρια. Όχι μόνο τα κόκκινα. Ούτε καν τα κόκκινα και τα πορτοκαλί. Ακόμα και τα πράσινα τον εκνεύριζαν. Είχε σιχαθεί τόσο πολύ να βλέπει φανάρια να τον κάνουν να σταματάει και να ξεκινάει κατά το δοκούν (τους) ώστε ακόμα και όταν συνάνταγε πράσινο φανάρι το κοίταγε με φθόνο και σκεφτόταν σιωπηρά: «Και ποιος νομίζεις ότι είσαι που θα μου πεις τι μπορώ να κάνω;». Ναι, τα φανάρια του δημιουργούσαν ένα συναίσθημα τόσο τρομερής αηδίας που κατέληγε να είναι κλειστοφοβικό: του εμφανιζόταν η επιτακτική ανάγκη να προσπαθήσει να ξεφύγει, όχι από αυτά, αλλά από το μίσος του γι’ αυτά.

Νευριασμένα κορναρίσματα και ακόμα πιο νευριασμένες μονολεκτικές ιαχές διέκοψαν την περίσκεψή του πάνω στο καλύτερο σημείο: όταν είχε ήδη ταξιδέψει με το μυαλό του εκεί, στην Μαδρίτη. Είχε ανάψει πράσινο εδώ και δύο δευτερόλεπτα, ίσως και λιγότερο, αλλά καθότι είχε αφαιρεθεί, είχε ξεχάσει να ξεκινήσει, οπότε οι συμπαθέστατοι οδηγοί πίσω του φρόντισαν να του το κάνουν ξεκάθαρο: «σα βλέπεις πράσινο, διάβαινε!» Έριξε μια χριστοπαναγία, έβγαλε το χέρι του έξω από το ventana για να κάνει τη δε-μας-παρατάτε-λέω-εγώ χειρονομία και ξεκίνησε, πατώντας ταυτόχρονα το play στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου του. Ο αέρας που αγκάλιασε το πρόσωπό του καθώς επιτάχυνε τον ανακούφιζε και μετρίαζε κάπως τον αφόρητο και εξοργιστικό καύσωνα. Δεν ήταν καιρός αυτός, δεν ήταν πανάθεμά τον.
Repetir lo que digo

Αυτές τις ημέρες δεν είχε πολλή δουλειά. Ο περισσότερος κόσμος ήταν διακοπές, όσα χιλιόμετρα πιο μακριά μπορούσε από ό,τι του θύμιζε τη δουλειά και τις υποχρεώσεις του. Που να ήξεραν ότι κουβαλούσαν μαζί τους αυτό που τους θύμιζε δουλειά και υποχρεώσεις περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: τον εαυτό τους. Μυαλό μουλιασμένο στις έγνοιες και τα άγχη, σώμα διάτρητο από κούραση, εκφυλισμένο από αφύσικη ζωή… Ψυχές μαλθακές, θέληση μηδαμινή, κυριευμένη από βαρεμάρα και αναβλητικότητα… Που να ήξεραν όλοι ότι αυτό που χρειάζονταν δεν ήταν οι διακοπές, αλλά ένας στόχος. Εκείνος είχε βρει το στόχο του. Θα την έβρισκε και θα άλλαζε μια για πάντα η αφόρητη ζωή του. Θα ξύπναγε με εκείνη γυμνή στην αγκαλιά του και θα είχε πια ένα λόγο να σηκωθεί από το κρεβάτι. Θα είχε τη γεύση της στα χείλια του και αυτό θα του έδινε το σθένος να μη νοιάζεται ούτε στο ελάχιστο για τον σκάρτο κόσμο όπου είχε την ατυχία να γεννηθεί. Τα στήθη της κολλημένα ασφυκτικά στο στέρνο του σε μία-

«Συγγνώμη, είσαι σοβαρός; Θα ακούμε για πολύ ώρα αυτό το πράγμα;»

El cielo es azulEl ciel es azul

Δεν του έδωσε σημασία.

¿Qué hora es?

«Μπορείς να βάλεις κανένα τραγούδι της προκοπής; Τι είναι αυτές οι αρλούμπες;»

«Κασέτα εκμάθησης ισπανικών.»

«Ε βάλε κανένα τραγούδι της προκοπής άνθρωπέ μου γιατί ζαλίστηκα. Και στην τελική τι τα θες τα ισπανικά; Μάθε αλβανικά, πολωνικά, πακιστανικά… Σε λίγο καιρό δε θα μπορούμε να πάρουμε ούτε μια εξάδα αβγά στην Ελλάδα αν ξέρουμε μόνο ελληνικά.»

«Όταν μου χρειαστούν θα τα μάθω και αυτά.»

Quiero algunos huevos.

«Θα σου χρειαστούν, θα σου χρειαστούν! Οι γαμημένοι δε θα αφήσουν τίποτα. Να, πριν δυο βδομάδες μπήκαν στο σπίτι της αδερφής της γυναίκας μου και το σήκωσαν όλο. Και λέμε και ευχαριστώ που δεν τη σκότωσαν, χτύπα ξύλο.» είπε και χτύπησε άχαρα το χερούλι της πόρτας τρεις φορές.

«Ειλικρινά, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αδιάφορο μου είναι αυτό που μόλις είπες. Τώρα αν μπορείς κάνε λίγη ησυχία να ακούσω κι εγώ την κασέτα μου, να φτάσεις κι εσύ άνετα στον προορισμό σου.»



Ο τροφαντός μεσήλικας του πίσω καθίσματος έμεινε άναυδος από την αφοπλιστική αγένεια που εμπεριείχε η απάντηση η οποία έλαβε. Δεν μίλησε παρά μονάχα 7-8 λεπτά αργότερα.
«Δε θα σου είναι τόσο αδιάφορο όταν μπουν στο δικό σου σπίτι ή σου μπήξουν μαχαίρι καμιά νύχτα στο δρόμο. Σε βλέπω νέο και μου φαίνεται ότι τα μυαλά σου είναι πάνω από το κεφάλι σου. Δε βλέπεις τι συμβαίνει εκεί έξω. Ήρθαν στη χώρα μας να φάνε ένα κομμάτι ψωμί και μας έχουν καβαλήσει. Ζούμε σε άθλιες εποχές.»

«Σε αυτό θα συμφωνήσω. Άθλιες εποχές. Που θρέφουν άθλια μυαλά. Απαίδευτα.»

«Α κατάλαβα… Είσαι από αυτούς…»

«Και όμως, δεν κατάλαβες τίποτα, πίστεψέ με.»

Siempre trate de sonrisa.

«Και εν πάση περιπτώσει, τι λες ότι πρέπει να κάνουμε εμείς σε αυτές τις άθλιες εποχές;»

«Να κάνουμε; Χα. Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνω εγώ. Και θα με βοηθούσε ιδιαίτερα αν δε μιλάγαμε τόσο πολύ ώστε να ακούω…»

La lectura es la cura.

«Μα τι μανία βρε άνθρωπέ μου με τα ισπανικά; Γιατί τέτοια πρεμούρα να τα μάθεις;»

Viajar es la terapia.

«Δεν καίγομαι να τα μάθω.»

«Αλλά;»

«Θέλω να ακούω τη φωνή της.»

Sentir el entumecimiento de amor.

«Τη φωνή της; Εννοείς αυτή που μιλάει; Την ξέρεις;»

«Όχι.»

«Ε τότε γιατί θες να ακούς τη φωνή της;»

«Πρέπει να την ξέρω για να θέλω να ακούω τη φωνή της;»

Ήταν μια φωνή που είχε την πιο τέλεια μίξη βραχνάδας, σοβαρότητας και αισθησιασμού που είχε υπάρξει στο σύμπαν ολάκερο από καταβολής δημιουργίας του. Μια τέτοια φωνή θα μπορούσε να ανήκει μόνο στο ιδανικότερο πλάσμα που περπατάει πάνω στη γη. Και εκείνη τη στιγμή, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά σπατάλαγε τα λόγια της σε ανθρώπους ανάξιους να αντιληφθούν την υπεράνθρωπη ομορφιά τους. Άλλες φορές τη φανταζόταν ψηλή, μελαμψή, με μπουκλωτά μαύρα μαλλιά μέχρι τη μέση, τεράστια μάτια και θεϊκές καμπύλες. Άλλες πάλι μικρόσωμη, με βαμμένα ξανθά μαλλιά, υπέροχες γωνίες προσώπου και επιδερμίδα απαλή όσο κανένα υλικό που υπήρχε ή θα υπάρξει ποτέ στον πλανήτη. Ήταν η μόνη φωνή που θα μπορούσε να τον κάνει να αποδεχτεί την παντελή απουσία ελευθερίας που υπήρχε στον κόσμο. Ήταν η μοναδική που θα μπορούσε να τον κάνει να μη νοιάζεται για την ηλιθιότητα και την επικινδυνότητα των απλών ανθρώπων. Να μην εξοργίζεται από την ανευθυνότητα των σημαντικών. Να μη σκέφτεται τη ζωή, τον θάνατο, την υγεία, την αρρώστια, την κούραση, τη διασκέδαση. Όχι, δεν είναι ο έρωτας έτσι γενικά. Επρόκειτο για κάτι πολύ παραπάνω, έτσι είκαζε εν πάση περιπτώσει. Δεν ήξερε αν το είχε (μόνο από τη μεριά του φυσικά) ή αν απλά είχε προσδιορίσει το τι έψαχνε… Το μόνο που ήξερε ήταν ότι το είχε ανάγκη. Δε θα μπορούσε να συνεχίσει για πολύ καιρό έτσι, το γνώριζε καλά. Δεν μπορούσε. Τα οχτώ χρόνια από όταν είχε πρωτοπάει στη Μαδρίτη, είχε αγοράσει την κασέτα και είχε ακούσει για πρώτη φορά στη ζωή του τη θεία φωνή της –δίχως να αντιληφθεί τότε τι θα σήμαινε γι’ αυτόν, ήταν μια αργή διαδικασία- ήταν υπερβολικά πολλά. Τα βάρη στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο, σε γεωμετρική πρόοδο ανά έτος και κάποια στιγμή –ήταν σίγουρος- θα επερχόταν έκρηξη. Έπρεπε γρήγορα να μαζέψει λεφτά να πάει να την ψάξει. Είχε τη διεύθυνση της εταιρίας της κασέτας. Έπρεπε να βρει το θάρρος να τα αφήσει όλα πίσω του, γνωρίζοντας τον κίνδυνο να μη βρει τίποτα μπροστά του. Κάποια μέρα θα πάει στη Μαδρίτη να τη βρει, σίγουρα.

«Κάπου εδώ με αφήνεις. Γεια σου και καλά μυαλά! Κάποια μέρα θα με θυμηθείς, θα δεις.»

«Γεια.»

¿De dónde vienen personas solitarias?


«Ίσως κάποια μέρα αντιληφθούμε ότι η ελπίδα είναι σημαντικότερη από τον έρωτα. Μόνο που αν το κάνουμε, θα χάσουμε κάθε ελπίδα...» σκέφτηκε κοιτάζοντας με μίσος το πράσινο φανάρι. Τι ήθελε τέλος πάντων από τη ζωή του;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου