Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Θα Μου Πεις Άλλη Μια Φορά Το Όνομά Σου;

Σηκώθηκε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, ούτως ώστε να μην την ξυπνήσει. Τεντώθηκε κι έπιασε ευλαβικά τα κουβαριασμένα ρούχα του και κίνησε να τα φορέσει. Το χνώτο του μύριζε ακόμα σαν τα φιλιά της και τα ανάκατα μαλλιά του πέταγαν εξαιτίας των χθεσινών της χαδιών. Ενώ κούμπωνε το τελευταίο κουμπί του πουκαμίσου του, ένιωσε ένα χέρι να τον σκουντάει στα πλευρά του.
«Φεύγεις;»
«Ναι, έχω μια δουλειά…»
«Τι πράμα;»
«Πάω να συναντήσω τον Θεό.»

Προέτεινε τη παλάμη του χεριού Του με μεγαλοπρέπεια και πραότητα. «Όχι άλλο! Στην έβδομη οφείλω να ξεκουραστώ.» Έμειναν και οι δύο να κοιτάζονται ανέκφραστοι για λίγες στιγμές μέχρι που ξέσπασαν στα γέλια.
    «Έλα, βάρα τη βολή! Κόψε τα αστεία!» Του είπε με εύθυμο τόνο.
Σίγουρα ο Θεός ο δικός του ήταν κλάσεις ανώτερος των υπολοίπων. Πρώτον, ήταν άνθρωπος: δεν ήταν ούτε ένα κομμάτι μάρμαρο, ούτε μια ζωγραφιά, ούτε καν μία ιδέα. Δεύτερον, μπορούσε να Τον βρει όποτε ήθελε και να Τον συμβουλευτεί για οτιδήποτε. Και εκείνος θα τον καταλάβαινε πάντα και θα του μίλαγε στα ίσια, δίχως διφορούμενες απαντήσεις. Τρίτον; Ήξερε φοβερό μπάσκετ!
    Πήρε φόρα από τη μέση του γηπέδου, άρχισε να τρέχει προς την μπασκέτα, πέρασε την μπάλα πίσω από τη μέση Του και κάρφωσε περίτεχνα, μα με πολλή δύναμη.
    «Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;»
    «Ε, το να είσαι μαύρος θα έπρεπε να έχει και ένα πλεονέκτημα. Κάπου.» Τον πείραξε.
    Έτσι ήταν η σχέση του με τον Θεό. Δίχως υποκριτικούς καθωσπρεπισμούς. Καθημερινή, άσεμνη, οικεία.



    «Σκέφτομαι να φύγω.» Του αποκάλυψε. «Να πάω κάπου μακριά. Στην επαρχεία. Νομίζω ότι το πατρικό μου είναι μια καλή αρχή για να ξεφύγω. Και μετά βλέπουμε για ακόμη πιο μακριά… Αυτή η πόλη με κατατρώει, δεν έχει φτιαχτεί για ανθρώπους. Ο άνθρωπος φτιάχτηκε εξαρχής για να ζει μέσα στη φύση… Στο φυσικό του περιβάλλον. ΕΣΥ τον έφτιαξες έτσι. Γι’ αυτό σου λέω, θα πάω στην επαρχεία να νιώσω τους αρχέγονους δεσμούς που με συνδέουν με τη γη που δημιούργησες!»
    Ο Θεός άρχισε να καγχάζει ενώ ταυτόχρονα η μπάλα στριφογύριζε στον υψωμένο δείκτη Tου ξύνοντας σχεδόν την αφάνα Του. Ήταν ένα κόλπο που προσπαθούσε χρόνια τώρα να πετύχει μα δεν τα είχε καταφέρει και ο Θεός συχνά-πυκνά το έκανε μπροστά του για να τον πικάρει.
    «Φαντάζομαι έχεις κήπο με όμορφα φυτά και δέντρα στην αυλή του πατρικού σου. Και παραδίπλα υπάρχει ένα χωράφι με κατσίκες που βόσκουν ολημερίς. Που και που, μάλιστα, τρυπώνουν αράχνες και ζωύφια στο σαλόνι σου. Ω τι αρχέγονη φύση!» τον ειρωνεύτηκε.  «Αλλά για στάσου, αυτό δεν είναι αρχέγονο! Αυτό είναι δύο γενιές πίσω! Κι Εγώ τι στην ευχή κάνω τόσες χιλιάδες χρόνια, μου λες;»
    Ήταν από εκείνες τις εκνευριστικές στιγμές που ο Θεός δρούσε ως η φωνή της λογικής και ήξερε ότι δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει παρά να σκύψει το κεφάλι και να τον ακούσει προσεκτικά. Η περιστρεφόμενη μπάλα, εν τω μεταξύ, δεν ακουμπούσε πια στον δείκτη Του. Αιωρούταν κάμποσα εκατοστά πιο πάνω.
    «Οι αρχέγονες ρίζες σου βρίσκονται σε παραμορφωμένα, σκουληκιασμένα φρούτα σε υγρές σπηλιές και σε ένα ρόπαλο να σε προστατεύει από ζώα που θέλουν τη σάρκα σου…» παρατήρησε ότι τα λόγια Του τον πείραξαν κάπως και θέλησε να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα. «Ή εσύ τη δικιά τους! Γιατί έχεις πάρει κάμποσα κιλάκια τελευταία βλέπω…»
    «Αη γαμήσου Θεέ!» Του είπε χασκογελώντας.
    «Άκου με λοιπόν προσεκτικά. Οι μόνες στιγμές που βρίσκεις τις αρχέγονες ρίζες που νομίζεις ότι έχεις ανάγκη, είναι όταν βρίσκεσαι μέσα της. Στο λέω με κάθε ειλικρίνεια. Όπως όλοι οι άνθρωποι, είσαι οι ανασφάλειές σου. Και, ως άντρας, δεν υπάρχει ούτε μία που να μην πηγάζει από εκεί. Η μαλακία είναι ότι, απ’ όταν το επίθετό σου άρχισε να υποδεικνύει το ποιος είσαι και όχι το ποιανού είσαι, τότε αυτές αυτόματα θάφτηκαν βαθιά μέσα σου.»
    «Η λύση ποια είναι λοιπόν, Θεέ;»
    «Πήγαινε να τη βρεις. Στο είπα, μόνο όσο είσαι μέσα της είσαι τόσο πολύ κοντά Μου.»



    Ξανασυναντήθηκαν στο ίδιο μπαρ που τα έπιναν την προηγούμενη μέρα πριν πάνε σπίτι της.
    «Τον βρήκες τον Θεό σου τελικά;» τον ρώτησε περιπαιχτικά.
    «Αμέ. Παίξαμε μπάσκετ!» τον κοίταξε αποσβολωμένη λες και μιλούσε σε ψυχοπαθή –που ίσως και να ήταν, οι τελευταίες του ιατρικές εξετάσεις δεν είχαν επιβεβαιώσει το αντίθετο. Εντέλει, αποφάσισε να το διασκεδάσει μαζί του.
    «Παίζεις μπάσκετ με … τον Θεό; Και ποιος νικάει;»
    «Αυτός βέβαια. Τι χαζή ερώτηση είναι αυτή. Αφού μπορεί και πετάει αν θέλει. Άσε που είναι μαύρος!»
    «Όντως, χαζή ερώτηση…» μονολόγησε. Μετά από μια μικρή παύση δεν άντεξε και αποφάσισε να τον ρωτήσει. «Πλάκα μου κάνεις έτσι;»
    «Όχι, γιατί;» της απάντησε αφοπλιστικά. Δεν απάντησε εκείνη και συνέχισε να της μιλάει. «Πιστεύεις σε καμιά θρησκεία;»
    «Χμμ, δεν ξέρω. Είμαι εξαιρετικά αναποφάσιστη σ’ αυτό το θέμα. Πιστεύω όμως σίγουρα στην ύπαρξη κάποιας ανώτερης δύναμης γενικά…»
    «Άρα, αυτό πώς έρχεται σε αντίθεση με εκείνο που σου είπα εγώ;»
    «Εεε, να… Μπορεί να μην ξέρω τι είναι αυτή η ανώτερη δύναμη, αλλά σίγουρα μπασκετμπολίστας δεν είναι. Είναι τόσο χαζό που δεν έχω καν επιχείρημα να το υποστηρίξω.»
    «Καλώς. Δε λέω ότι δε βλέπω σκιές, το πιθανότερο είναι να βλέπω. Όμως επίσης, το πιθανότερο είναι να βλέπεις κι εσύ και η πλειοψηφία του κόσμου σκιές, άρα δεν μπορεί να μου πει κανείς τίποτα!»
    «Τι σκιές;»
    «Τις σκιές από την αλληγορία της σπηλιάς του Πλάτωνα. Σύμφωνα με αυτή, έστω ότι υπήρχαν άνθρωποι δεμένοι από τη στιγμή της γέννησής τους σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, τοιουτοτρόπως ώστε να μπορούν να κοιτάζουν μόνο τον τοίχο εμπρός τους. Πίσω τους, μια τεράστια αέναη φλόγα και μπροστά της μια γέφυρα απ’ όπου περνούν άνθρωποι και ζώα κάνοντας ένα σωρό δραστηριότητες. Τότε αυτοί, οι δεμένοι, το μόνο που θα ήξεραν ως πραγματικότητα θα ήταν οι σκιές των ζωντανών ανθρώπων. Θα πίστευαν ότι αυτές είναι οι άνθρωποι, αφού δε θα ήξεραν, ούτε θα είχαν τη δυνατότητα ποτέ να δουν την αλήθεια. Έτσι λοιπόν, το πιθανότερο είναι κι εμείς εδώ να βλέπουμε σκιές, τις σκιές μιας πραγματικότητας που δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε. Και δεν υπάρχει σκιά πιο «αληθινή» από μιαν άλλη, οπότε αυτό που λέω δεν είναι τελικά τόσο χαζό όσο νομίζεις. Τουλάχιστον, όχι πιο χαζό από οτιδήποτε άλλο.»
    «Μα, αν πιστεύεις ότι κι εσύ βλέπεις σκιές, τότε ξέρεις ότι ζεις μέσα στο ψέμα.»
    «Δεν είπα ότι πιστεύω ότι βλέπω σκιές. Είπα απλά ότι αυτό λένε οι πιθανότητες. Στην αλληγορία της σπηλιάς ένας από τους αλυσοδεμένους ξέφυγε από τα δεσμά του και είδε τον πραγματικό κόσμο. Και ύστερα τον περιέγραφε στους υπόλοιπους μα κανείς δεν τον καταλάβαινε. Επιλέγω, λοιπόν, να πιστεύω ότι εγώ είμαι αυτός. Έξυπνο;»
    «Έχεις πλάκα τελικά!» του χαμογέλασε. «Αν και είμαι πολύ ζαλισμένη για να καταλάβω τι είναι έξυπνο και τι όχι.»
    «Πάμε, λοιπόν, σπίτι μου να συζητήσουμε γυμνοί επί του θέματος;»
    «Και δεν πάμε!»
    «Άψογα. Πάω να πάρω το αμάξι μου. Πριν πάω όμως, θα μου πεις άλλη μια φορά το όνομά σου;»

2 σχόλια:

  1. To "κάποιος είναι εξίσου τρελός μ' εμένα" χαμόγελο σχηματίστηκε...αν έχεις το Θεό σου...όταν πρωτοδιάβασα: «Τις σκιές από την αλληγορία της σπηλιάς του Πλάτωνα...»¨
    Και το "Θεέ μου" χαμόγελο: «Άψογα. Πάω να πάρω το αμάξι μου. Πριν πάω όμως, θα μου πεις άλλη μια φορά το όνομά σου;»

    με αγάπη
    ψυχικά ανισόρροπη -υπ' αριθμόν- 14

    ΑπάντησηΔιαγραφή