Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

A Man's Journey Through Life

Η έμπνευση μου χτύπησε την πόρτα βραδιάτικο. Εγώ δεν της την άνοιξα και προτίμησα αντ' αυτού να φκιάξω αυτό:

(click ον δη ηματζ(προφανώς...))

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Θα Μου Πεις Άλλη Μια Φορά Το Όνομά Σου;

Σηκώθηκε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, ούτως ώστε να μην την ξυπνήσει. Τεντώθηκε κι έπιασε ευλαβικά τα κουβαριασμένα ρούχα του και κίνησε να τα φορέσει. Το χνώτο του μύριζε ακόμα σαν τα φιλιά της και τα ανάκατα μαλλιά του πέταγαν εξαιτίας των χθεσινών της χαδιών. Ενώ κούμπωνε το τελευταίο κουμπί του πουκαμίσου του, ένιωσε ένα χέρι να τον σκουντάει στα πλευρά του.
«Φεύγεις;»
«Ναι, έχω μια δουλειά…»
«Τι πράμα;»
«Πάω να συναντήσω τον Θεό.»

Προέτεινε τη παλάμη του χεριού Του με μεγαλοπρέπεια και πραότητα. «Όχι άλλο! Στην έβδομη οφείλω να ξεκουραστώ.» Έμειναν και οι δύο να κοιτάζονται ανέκφραστοι για λίγες στιγμές μέχρι που ξέσπασαν στα γέλια.
    «Έλα, βάρα τη βολή! Κόψε τα αστεία!» Του είπε με εύθυμο τόνο.
Σίγουρα ο Θεός ο δικός του ήταν κλάσεις ανώτερος των υπολοίπων. Πρώτον, ήταν άνθρωπος: δεν ήταν ούτε ένα κομμάτι μάρμαρο, ούτε μια ζωγραφιά, ούτε καν μία ιδέα. Δεύτερον, μπορούσε να Τον βρει όποτε ήθελε και να Τον συμβουλευτεί για οτιδήποτε. Και εκείνος θα τον καταλάβαινε πάντα και θα του μίλαγε στα ίσια, δίχως διφορούμενες απαντήσεις. Τρίτον; Ήξερε φοβερό μπάσκετ!
    Πήρε φόρα από τη μέση του γηπέδου, άρχισε να τρέχει προς την μπασκέτα, πέρασε την μπάλα πίσω από τη μέση Του και κάρφωσε περίτεχνα, μα με πολλή δύναμη.
    «Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;»
    «Ε, το να είσαι μαύρος θα έπρεπε να έχει και ένα πλεονέκτημα. Κάπου.» Τον πείραξε.
    Έτσι ήταν η σχέση του με τον Θεό. Δίχως υποκριτικούς καθωσπρεπισμούς. Καθημερινή, άσεμνη, οικεία.



    «Σκέφτομαι να φύγω.» Του αποκάλυψε. «Να πάω κάπου μακριά. Στην επαρχεία. Νομίζω ότι το πατρικό μου είναι μια καλή αρχή για να ξεφύγω. Και μετά βλέπουμε για ακόμη πιο μακριά… Αυτή η πόλη με κατατρώει, δεν έχει φτιαχτεί για ανθρώπους. Ο άνθρωπος φτιάχτηκε εξαρχής για να ζει μέσα στη φύση… Στο φυσικό του περιβάλλον. ΕΣΥ τον έφτιαξες έτσι. Γι’ αυτό σου λέω, θα πάω στην επαρχεία να νιώσω τους αρχέγονους δεσμούς που με συνδέουν με τη γη που δημιούργησες!»
    Ο Θεός άρχισε να καγχάζει ενώ ταυτόχρονα η μπάλα στριφογύριζε στον υψωμένο δείκτη Tου ξύνοντας σχεδόν την αφάνα Του. Ήταν ένα κόλπο που προσπαθούσε χρόνια τώρα να πετύχει μα δεν τα είχε καταφέρει και ο Θεός συχνά-πυκνά το έκανε μπροστά του για να τον πικάρει.
    «Φαντάζομαι έχεις κήπο με όμορφα φυτά και δέντρα στην αυλή του πατρικού σου. Και παραδίπλα υπάρχει ένα χωράφι με κατσίκες που βόσκουν ολημερίς. Που και που, μάλιστα, τρυπώνουν αράχνες και ζωύφια στο σαλόνι σου. Ω τι αρχέγονη φύση!» τον ειρωνεύτηκε.  «Αλλά για στάσου, αυτό δεν είναι αρχέγονο! Αυτό είναι δύο γενιές πίσω! Κι Εγώ τι στην ευχή κάνω τόσες χιλιάδες χρόνια, μου λες;»
    Ήταν από εκείνες τις εκνευριστικές στιγμές που ο Θεός δρούσε ως η φωνή της λογικής και ήξερε ότι δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει παρά να σκύψει το κεφάλι και να τον ακούσει προσεκτικά. Η περιστρεφόμενη μπάλα, εν τω μεταξύ, δεν ακουμπούσε πια στον δείκτη Του. Αιωρούταν κάμποσα εκατοστά πιο πάνω.
    «Οι αρχέγονες ρίζες σου βρίσκονται σε παραμορφωμένα, σκουληκιασμένα φρούτα σε υγρές σπηλιές και σε ένα ρόπαλο να σε προστατεύει από ζώα που θέλουν τη σάρκα σου…» παρατήρησε ότι τα λόγια Του τον πείραξαν κάπως και θέλησε να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα. «Ή εσύ τη δικιά τους! Γιατί έχεις πάρει κάμποσα κιλάκια τελευταία βλέπω…»
    «Αη γαμήσου Θεέ!» Του είπε χασκογελώντας.
    «Άκου με λοιπόν προσεκτικά. Οι μόνες στιγμές που βρίσκεις τις αρχέγονες ρίζες που νομίζεις ότι έχεις ανάγκη, είναι όταν βρίσκεσαι μέσα της. Στο λέω με κάθε ειλικρίνεια. Όπως όλοι οι άνθρωποι, είσαι οι ανασφάλειές σου. Και, ως άντρας, δεν υπάρχει ούτε μία που να μην πηγάζει από εκεί. Η μαλακία είναι ότι, απ’ όταν το επίθετό σου άρχισε να υποδεικνύει το ποιος είσαι και όχι το ποιανού είσαι, τότε αυτές αυτόματα θάφτηκαν βαθιά μέσα σου.»
    «Η λύση ποια είναι λοιπόν, Θεέ;»
    «Πήγαινε να τη βρεις. Στο είπα, μόνο όσο είσαι μέσα της είσαι τόσο πολύ κοντά Μου.»



    Ξανασυναντήθηκαν στο ίδιο μπαρ που τα έπιναν την προηγούμενη μέρα πριν πάνε σπίτι της.
    «Τον βρήκες τον Θεό σου τελικά;» τον ρώτησε περιπαιχτικά.
    «Αμέ. Παίξαμε μπάσκετ!» τον κοίταξε αποσβολωμένη λες και μιλούσε σε ψυχοπαθή –που ίσως και να ήταν, οι τελευταίες του ιατρικές εξετάσεις δεν είχαν επιβεβαιώσει το αντίθετο. Εντέλει, αποφάσισε να το διασκεδάσει μαζί του.
    «Παίζεις μπάσκετ με … τον Θεό; Και ποιος νικάει;»
    «Αυτός βέβαια. Τι χαζή ερώτηση είναι αυτή. Αφού μπορεί και πετάει αν θέλει. Άσε που είναι μαύρος!»
    «Όντως, χαζή ερώτηση…» μονολόγησε. Μετά από μια μικρή παύση δεν άντεξε και αποφάσισε να τον ρωτήσει. «Πλάκα μου κάνεις έτσι;»
    «Όχι, γιατί;» της απάντησε αφοπλιστικά. Δεν απάντησε εκείνη και συνέχισε να της μιλάει. «Πιστεύεις σε καμιά θρησκεία;»
    «Χμμ, δεν ξέρω. Είμαι εξαιρετικά αναποφάσιστη σ’ αυτό το θέμα. Πιστεύω όμως σίγουρα στην ύπαρξη κάποιας ανώτερης δύναμης γενικά…»
    «Άρα, αυτό πώς έρχεται σε αντίθεση με εκείνο που σου είπα εγώ;»
    «Εεε, να… Μπορεί να μην ξέρω τι είναι αυτή η ανώτερη δύναμη, αλλά σίγουρα μπασκετμπολίστας δεν είναι. Είναι τόσο χαζό που δεν έχω καν επιχείρημα να το υποστηρίξω.»
    «Καλώς. Δε λέω ότι δε βλέπω σκιές, το πιθανότερο είναι να βλέπω. Όμως επίσης, το πιθανότερο είναι να βλέπεις κι εσύ και η πλειοψηφία του κόσμου σκιές, άρα δεν μπορεί να μου πει κανείς τίποτα!»
    «Τι σκιές;»
    «Τις σκιές από την αλληγορία της σπηλιάς του Πλάτωνα. Σύμφωνα με αυτή, έστω ότι υπήρχαν άνθρωποι δεμένοι από τη στιγμή της γέννησής τους σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, τοιουτοτρόπως ώστε να μπορούν να κοιτάζουν μόνο τον τοίχο εμπρός τους. Πίσω τους, μια τεράστια αέναη φλόγα και μπροστά της μια γέφυρα απ’ όπου περνούν άνθρωποι και ζώα κάνοντας ένα σωρό δραστηριότητες. Τότε αυτοί, οι δεμένοι, το μόνο που θα ήξεραν ως πραγματικότητα θα ήταν οι σκιές των ζωντανών ανθρώπων. Θα πίστευαν ότι αυτές είναι οι άνθρωποι, αφού δε θα ήξεραν, ούτε θα είχαν τη δυνατότητα ποτέ να δουν την αλήθεια. Έτσι λοιπόν, το πιθανότερο είναι κι εμείς εδώ να βλέπουμε σκιές, τις σκιές μιας πραγματικότητας που δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε. Και δεν υπάρχει σκιά πιο «αληθινή» από μιαν άλλη, οπότε αυτό που λέω δεν είναι τελικά τόσο χαζό όσο νομίζεις. Τουλάχιστον, όχι πιο χαζό από οτιδήποτε άλλο.»
    «Μα, αν πιστεύεις ότι κι εσύ βλέπεις σκιές, τότε ξέρεις ότι ζεις μέσα στο ψέμα.»
    «Δεν είπα ότι πιστεύω ότι βλέπω σκιές. Είπα απλά ότι αυτό λένε οι πιθανότητες. Στην αλληγορία της σπηλιάς ένας από τους αλυσοδεμένους ξέφυγε από τα δεσμά του και είδε τον πραγματικό κόσμο. Και ύστερα τον περιέγραφε στους υπόλοιπους μα κανείς δεν τον καταλάβαινε. Επιλέγω, λοιπόν, να πιστεύω ότι εγώ είμαι αυτός. Έξυπνο;»
    «Έχεις πλάκα τελικά!» του χαμογέλασε. «Αν και είμαι πολύ ζαλισμένη για να καταλάβω τι είναι έξυπνο και τι όχι.»
    «Πάμε, λοιπόν, σπίτι μου να συζητήσουμε γυμνοί επί του θέματος;»
    «Και δεν πάμε!»
    «Άψογα. Πάω να πάρω το αμάξι μου. Πριν πάω όμως, θα μου πεις άλλη μια φορά το όνομά σου;»

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Some Drinking Songs

Μιας και την εφτιάξαμε τη συλλογή, ας υπάρχει κι εδώ πέρα. Για εκείνες τις μικρές τις ώρες:



 Putrid Wood and Melting Candles
~A Matt Elliott Compilation~


1. I Name This Ship Tragedy, Bless Her And All Who Sail With Her
2. The Failing Song
3. The Guilty Party
4. Bomb The Stock Exchange
5. Something About Ghosts
6. Broken Bones
7. C. F. Bundy
8. The Mess We Made

Ακούστε ΕΔΩ

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Λόγω Των Έργων Για Το Ίσιωμα Του Γιαλού Οι Τύψεις Θα Διέρχονται Με Αυξημένη Συχνότητα. Ζητούμε Συγγνώμη Για Την Ταλαιπωρία.

Τέλειωσε το καλοκαίρι, αλητήριοι. Τέλειωσε, πάπαλα, καπούτ, finitο la musica pasato la fiesta. Πρώτη Σεπτέμβρη σήμερα και ως είθισται θα κάνω την ευχή που μας βομβαρδίζει όποτε μπαίνει το φθινόπωρο. «Καλό χειμώνα». (μια χαρά θα είναι ο χειμώνας ΜΟΥ, βλακέντιε!)

Που είχαμε μείνει; Α! Μια χαρά θα είναι ο χειμώνας  μου. Βλακέντιε. Σαν εύφημο μνεία του καλοκαιριού που πέρασε, θα κάνω μια ανασκόπηση του περάσματός μου μέσα από αυτό. Ορίστε λοιπόν, λες και σε νοιάζει:

Ιούνιος: Εξεταστική, βαρεμάρα, τίποτα το ιδιαίτερο.

Ιούλιος: Διακοπές, κραιπάλες, τίποτα το ιδιαίτερο.

Αύγουστος: Μπάνια, ψάρεμα τσούχτρας, τίποτα το ιδιαίτερο.

Χθες: Α, εδώ είμαστε. Χθες… Έχουμε και λέμε… Χθες –κι ενώ ήταν ακόμα καλοκαίρι- μου συνέβη κάτι εξαιρετικό. Ξυπνάω το πρωί (και λέγοντας πρωί κλασικά εννοώ μεσημέρι, μην επαναλαμβανόμαστε) υπερβολικά διψασμένος εξαιτίας της χθεσινής πίτσας. «Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις, έτσι είναι τα πράγματα» σκεφτόμουν καθώς έβαζα νερό στο ποτήρι που κάποτε ήταν δοχείο για μερέντα (ή νουτέλα ή κάποιο άλλο brand, μικρή σημασία έχει). Καθώς στεκόμουν ακίνητος και για κάποιον αδιευκρίνιστο και μάλλον ηλίθιο λόγο ρέμβαζα προς τον απορροφητήρα της κουζίνας, χτύπησε το κουδούνι. «Ποιος είναι πρωινιάτικα; Δεν έχει πάει καν 9 η  ώρα!». Παρένθεσις: σε αυτό το σημείο ξέχασα να σας πω ότι δεν είχα ξυπνήσει μεσημέρι, όπως ορίζει η παράδοση, αλλά εκνευριστικά νωρίς. Το κρασί έφταιγε, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
-Ποιος;
-Το δέμα σας;
-(Το δέμα μου; Μα δεν έχω παραγγείλει τίποτα)

Έβαλα κάτι πρόχειρο και κατέβηκα κάτω να το παραλάβω.  Έλα όμως που δεν υπήρχε ούτε ίχνος ταχυδρόμου. Βγήκα έξω στο δρόμο με τις παντόφλες αλλά δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος τριγύρω, πέραν μιας παχουλής 55χρονης γυναίκας που έβγαζε για βόλτα το αδύνατο 5χρονο σκυλάκι της. «Τι σόι κακόγουστο αστείο αυτό;» μουρμούρισα κατσουφιασμένος. «Ή μήπως δεν είναι αστείο; Ποιος θα είχε κέρδος από το να κατέβω κάτω τέτοια ώρα; Αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα και εκτεθειμένο το…» κρύος ιδρώτας με έλουσε. Αστραπιαία άρχισα να τρέχω πίσω προς το διαμέρισμά μου, ανέβηκα δυο-δυο τα σκαλιά και άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου μου για να παρατηρήσω ανακουφισμένος ότι δεν έλειπε τίποτα. Το έκλεισα σχεδόν ευλαβικά, χαμογελώντας. «Δεν παύει να ήταν ένα εκνευριστικό κουδούνι που θα μπορούσε να με είχε ξυπνήσει αν δεν είχε τύχει να είμαι ξύπνιος.» μονολόγησα εκνευρισμένος για να συνεχίσει ο ειρμός της σκέψεώς μου: «Υπάρχει μοίρα! Υπάρχει πεπρωμένο!»

Ναι αυτό έμαθα χθες. Εντέλει, ίσως τα πάντα να μην είναι μια χαοτική αλληλουχία συμπτώσεων. Ας υποθέσουμε ότι γυρίζω πίσω στο χρόνο. Μόνο λίγο πίσω, μέχρι τη στιγμή που ξύπνησα διψασμένος. Η αντίδρασή μου ποια θα ήταν; Να πάω αγουροξυπνημένος προς την κουζίνα να πιω νερό. Και όταν χτυπήσει το κουδούνι, η αντίδρασή μου ποια θα είναι αυτήν τη φορά; Νομίζω η ίδια, δεν υπάρχει λόγος να είναι καμία άλλη. Δηλαδή, κάθε κατάσταση είναι το ένα και μόνο αποτέλεσμα που εξαρτάται μόνο από την αμέσως προηγούμενη κατάσταση. Με πιο απλά λόγια το ότι έφαγα πίτσα και ήπια πολύ (πραγματικά πολύ όμως ε) κρασί την προηγούμενη μέρα –και ταυτόχρονα λαβαίνοντας υπόψη τη ψυχολογική μου κατάσταση τη δεδομένη χρονική στιγμή- δεν μπορεί παρά να έχει ένα και μοναδικό αποτέλεσμα. Να κοιμηθώ στις 3 η ώρα και να ξυπνήσω από μόνος μου διψασμένος στις 9, να ανέβω τρέχοντας στο διαμέρισμά μου, και –εντέλει- να κάτσω και να γράψω σήμερα αυτές τις αράδες. Δηλαδή, όλη η υπόλοιπη ζωή μου εφεξής θα είναι αποτέλεσμα του ότι έφαγα πίτσα και ήπια πολύ (πραγματικά πολύ όμως ε, funny story, θα το πω κάποια άλλη στιγμή) κρασί.

Έστω ότι έχουμε μια παντοδύναμη, πανίσχυρη μηχανή, ικανή να βρίσκει το ένα και μοναδικό αποτέλεσμα της κάθε κατάστασης δίνοντας ως δεδομένη την προηγούμενη με όλες της τις λεπτομέρειες. Έστω τώρα ότι δίνουμε ως δεδομένο τη στιγμή που το ωάριο γονιμοποιεί το σπερματοζωάριο. Τότε αυτή η μηχανή θα μπορούσε να καταγράψει όλη την πορεία της ζωής μου από τη γέννηση ως το θάνατο.

_Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά γιατί η ζωή καθενός επηρεάζεται από τις ζωές και τις αποφάσεις των άλλων… Από τους εξωτερικούς παράγοντες…_

….Οι οποίες είναι επίσης προκαθορισμένες! Οπότε, αν σε αυτό το μηχάνημα, βάζαμε σαν δεδομένα την αρχή της ζωής όλων των ανθρώπων που ζουν αυτήν τη στιγμή τότε θα μπορούσαμε να μάθουμε με τεράστια ακρίβεια την εξέλιξη του πολιτισμού για αιώνες μετά, αρκεί να μη συμβεί κάποιο εξαιρετικά ακραίο φυσικό φαινόμενο που να αλλάξει το ρου της ιστορίας.

Και όλα αυτά για να φτάσουμε στο αυτονόητο. Τα πάντα είναι προκαθορισμένα. Δεν είμαστε παρά το επακόλουθο του παρελθόντος. Του δικού μας, της ανθρωπότητας, του κόσμου. Ηρέμισε και άσε το ρεύμα να σε παρασύρει. Γαλήνια. Κάπου θα σε πάει. Εκτός αν είναι η μοίρα σου να το πολεμήσεις για να σε πάει κάπου αλλού, οπότε και αυτός θα ήταν ο λόγος που θα σου έριχνε εξαρχής λάθος ρεύματα. Εγώ πάντως δεν είμαι τόσο χαζός για να χαραμίσω δυνάμεις σε κάτι τέτοιο. Για να ακριβολογούμε, δεν είναι χαζομάρα, μάλλον τύχη, αλλά μικρή σημασία έχει.

Αυτά έγιναν χθες.

Καλό χειμώνα.

Piece.