“Alone one night in January or February”
τραγουδούσε ο Kristoffer Rygg στο αριστουργηματικό άσμα του με τον υπέροχα ποιητικό τίτλο “Porn Piece Or The Scars Of Cold Kisses”. Έφυγε και ο
Ιανουάριος παρέα με τον Φεβρουάριο του 2013 –ποιος να το ‘λεγε- και κάνοντας τη
σούμα στέκομαι εντυπωσιασμένος με την ποσότητα ποιοτικής μουσικής που υπάρχει
εκεί έξω. Ξεπερνάμε το ξεκίνημα κάθε άλλης χρονιάς που θυμάμαι απ’ όταν έβαλα adsl και είχα τη δυνατότητα
να παρακολουθώ τα δρώμενα στην ώρα τους. Ορισμένες εκ των πανέμορφων μουσικών, όντως ανθίζουν όταν είσαι alone one night. Οι πιο δύστροπες, οι
πιο μοναχικές, αυτές που όταν τις κατανοείς, αισθάνεσαι ότι και αυτές σε
καταλαβαίνουν. Μιλάτε «με τη ματιά».
Δε θα σταθώ στην ποσότητα μουσικής που ακούμε τη σήμερον
ημέρα και τις αιώνιες συζητήσεις περί μη δεσίματος. Αφενός, θεωρώ αδύνατον για
κάποιον που πραγματικά λατρεύει τη μουσική και την έχει ωκεανό μπροστά του να
μη βουτήξει λαίμαργα μέσα. Αν έχει το χρόνο και τα μέσα, σαφώς. Αφετέρου, να
παραδεχθώ ότι, ναι, δε θα δεθώ με κάποιες μουσικές, με τις οποίες ενδεχομένως να δενόμουν υπό
άλλες συνθήκες. Αλλά, αυτές που πρέπει και θα ξεχωρίσω, θα με συνοδεύουν μέρες, μήνες, χρόνια. Θα
ξεκοκαλιστούν γιατί δε γίνεται να κάνω κι αλλιώς. Άλλες πάλι, απλά θα προσφέρουν τις χαρές
περιστασιακού έρωτα. Κάτι θα σου αφήσουν, πολλά θα πάρουν μαζί τους φεύγοντας.
Το λοιπόν. Μέσα στο 2013 υπήρξαν δύο δίσκοι που πραγματικά
με εντυπωσίασαν, μου μίλησαν βαθιά μέσα με τον τρόπο που σου μιλάει η μουσική
ώρες-ώρες και στα χείλη δημιουργείται η λέξη «αριστούργημα», αλλά δεν την
προφέρεις.
To “The Raven That Refused
To Sing” του Steven Wilson είναι
ακριβώς
αυτός
ο
δίσκος
. Ενώ είχα λατρέψει το
ντεμπούτο
solo δίσκο
του, “
Insurgentes”, η
τελευταία δουλειά των
Porcupine Tree ήταν μέτρια και το “
Grace For Drowning”, ο δεύτερος
solo δίσκος του, περιείχε εξαιρετικές
αλλά και αχρείαστες στιγμές. Το ότι το “
The Raven That Refused To Sing” θα προέκυπτε αυτό το
αριστούργημα (να το είπα) δεν το περίμενα και εκεί έγκειται, εκτός των άλλων, η
ομορφιά του. Εκεί και στο ευφυές κιθαριστικό
solo του
“Drive Home”. Εκεί και στη βγαλμένη
από το “
Red” των
King Crimson δομή
του
“Watchmaker”. Εκεί
και
στα
πρώτα
λόγια
που
θα
ακούσεις
μέσα
στο
δίσκο
: “Here we all are born into a struggle,To come so far but end up
returning to dust”. Ιστορίες φαντασμάτων που αποκτούν νόημα μέσα από
το υπέροχο video clip του ομώνυμου κομματιού. Συναισθηματισμός και
jazz. Βάθος γυαλισμένης
παραγωγής και
vintage ήχος. Πάνω απ’ όλα, όμως, δίσκος με αρχή μέση και τέλος.
Ολοκληρωμένο κομψοτέχνημα και άφησε στην άκρη σε παρακαλώ πολύ, αγαπημένε μου
Wilson, τους
διπλούς δίσκους που σου αρέσουν επειδή ο μουσικός μπορεί να ξεδιπλώσει εκεί το
ταλέντο του (sic). Οι αληθινοί ντριμπλαδόροι φαίνονται στο ένα τετραγωνικό μέτρο -κι
εσύ το κατέχεις.
Ο
άλλος
δίσκος
που
στέφω
αριστούργημα
είναι
το
“Decompositions Volume Number One” των
Circle Takes The Square. Ο
προηγούμενος δίσκος τους, το ντεμπούτο τους, “
As The Roots Undo" ακόμα με
στοιχειώνει στο σύνολό του, αλλά ακόμα περισσότερο ένα κομμάτι του συγκεκριμένα, το
“Interview At The Ruins”. Το “Decompositions Volume Number One” δε βρίσκεται εδώ για το λόγο ότι πέντε λεπτά του περιέχουν τόσες μουσικές ιδέες (από άποψη μελωδιών, riffs, ατμόσφαιρας, ρυθμών, στίχων, φωνητικών γραμμών κ.ο.κ.) που θα μπορούσαν να γεμίσουν μια ολόκληρη άλλη κυκλοφορία. Βρίσκεται εδώ επειδή το αποτέλεσμα μου σηκώνει την τρίχα ΚΑΓΚΕΛΟ κάθε φορά που το ακούω. Πάντα ήμουν της άποψης ότι η μελωδία εξυψώνεται όταν βρίσκεται χωμένη σε δύστροπα μέρη, είτε αυτά είναι τα prog-jazz τερτίπια της περσινής δουλειάς των Änglagård, φερ’ ειπείν, είτε ο post-hardcore/screamo/progressive όλεθρος που έχουμε εδώ, ο οποίος –για να λέμε την αλήθεια- είναι άψογος και από μόνος του. Το “Decompositions Volume Number One” βρίσκεται εδώ γιατί μας εισάγει ιδανικά με το
“Enter By The Narrow Gates” (“All hope abandon ye who enter here –Dante, The Inferno” -and indeed we must). Βρίσκεται εδώ γιατί μετά τον αρχικό πόλεμο του
“Way Of Ever-Branching Paths” σταματάνε τα πάντα και ακούγονται τα γυναικεία φωνητικά και τα φαντάζεσαι να τραγουδούν στα ερείπια και τα αποκαΐδια: “Hermetic melodies, only we could hear. We clutch the chords, forgotten anthems reappear” –and indeed they do. Άπιαστες κορυφές. Βρίσκεται εδώ επειδή η συγκλονιστική αιθέρια μελωδία στο δεύτερο μισό του
“A Closing Chapter (Sarlet Rising)” επαναλαμβάνεται κολασμένα λίγο αργότερα με άγριες ηλεκτρικές κιθάρες να παίζουν με ευβλαβική πνευματικότητα για να κλείσει το κομμάτι και να ακολουθηθεί από τον mathcore θρίαμβο
“Singing Vengeance Into Being”. Βρίσκεται εδώ επειδή το να βάλεις στο τέλος ενός δίσκου
ένα 11-λεπτο κομμάτι που ξεκινάει όπως ο υπόλοιπος δίσκος και μετά το δεύτερο λεπτό μετατρέπεται σε μια αργόσυρτη indie μπαλάντα που θα μπορούσαν να είχαν γράψει οι Neutral Milk Hotel, δείχνει πάθος, αγάπη και κάψα γι’ αυτό που κάνεις. Το να επιθυμείς να εκπλήξεις τον ακροατή με τα πράγματα που αγαπάς, δείχνει ότι η φλόγα καίει ακόμα.
Αυτοί ήταν οι δύο δίσκοι-σφαλιάρες. Να πω, όμως, ότι υπήρξαν
και κάποιες άλλες σφαλιάρες, εξ’ ίσου ηχηρές, απλά δεν αφορούσαν ολόκληρους
δίσκους. Οι
Subterranean Masquerade είναι συγκροτηματάρα και το ξέρουμε. Φέτος κυκλοφορούν δίσκο
οχτώ χρόνια μετά την τελευταία τους δουλειά και σαν προπομπό ο
Tomer Pink μας
έδωσε ένα
EP δύο
κομματιών, το ένα πιο εθιστικό από το άλλο. Το πρώτο εξ’ αυτών, το “
Home”, είναι μια μίξη
Orphaned Land με
Shaolin Death Squad.
Το δεύτερο είναι μια συγκλονιστική διασκευή στο “
Beyond The Pale” των
The Mission, στο οποίο προσέθεσαν
ένα ανατριχιαστικό ανατολίτικο μέρος κάπου στη μέση και το απογείωσαν σε ύψη
δυσθεώρατα. Και για να κλείσουμε σιγά-σιγά τα δυσθεώρητα ύψη του 2013 σο φαρ,
είχαμε απ’ αυτά σε δύο κομμάτια του “
Vertikal”, του concept δίσκου για την ταινία του 1927 "Metropolis" των
Cult Of Luna.
Αν και ο δίσκος είχε στιγμές που δε με κέρδιζαν εντελώς –είναι ποιοτικότατος
βέβαια- έχει δύο απερίγραπτα όμορφα κομμάτια: Το
“In Awe Of” σε πρώτο βαθμό, το οποίο είναι από τις καλύτερες
συνθέσεις αυτού που άλλοι αποκαλούν
post-
metal και
άλλοι
atmospheric sludge
που έχω ακούσει ποτέ και με αφήνουν “
on my knees,
mesmerized.
In awe of. Solarized.
Acceptance before I turn to stars”. Άγρια
ομορφιά
. Σε
δεύτερο βαθμό, το “
Vicarious Redemption”.
Πάντα λάτρευα τα κομμάτια που ξέρουν να χτίζονται μέσα σε ένα μεγάλο χρονικό
διάστημα και να φτάνουν σε μια κορύφωση ταλαιπωρώντας σε, μόνο και μόνο για να εκραγούν πιο ιδανικά. Ελάχιστα το καταφέρνουν και το 19-λεπτο
“Vicarious Redemption” είναι ένα από
αυτά.
Respects στο φανταστικότατο
drumming του Thomas Hedlund και το άψογο
δέσιμό του με τα
riffs,
φτιάχνοντας γαϊτανάκια που θέλουν μεγεθυντικό φακό να αποκρυπτογραφήσεις.
Αυτά αναφορικά με τις κορυφές εκεί ψηλά που δεν πιάνει το
οξυγόνο. Και μόλις μπήκαμε στον Μάρτιο ε, άλλες χρονιές ούτε που θα
ονειρευόμουν για τόσα πολλά σ’ αυτήν την κατηγορία. Και να ‘ταν μόνο αυτά,
έχουμε ένα σωρό ακόμα ποιοτικότατες δουλειές. 2013 λέμε, η χρονιά της μουσικής
και του φιδιού. Και του ελληνικού ρεμπετικο-σκα, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία,
το προτιμούμε από τη βλαχογκλαμουριά. Όπως και να έχει, μετά από αυτήν τη μικρή παρένθεση α-καλαισθησίας, θα συνεχίσω με κάποιους
ακόμα δίσκους που ομόρφυναν το μουσικό μου μικρόκοσμο, από τον οποίον πέρασαν
αρκετοί δίσκοι πριν απορριφθούν και άρα αυτοί δε θα αναφερθούν εδώ.
Λόγω παρελθόντος, το οποίο ποτέ δεν αποκήρυξα και ούτε πρόκειται, έχω κάποιες
ένοχες απολαύσεις: μία από αυτές είναι ο φετινός δίσκος των Alpha Tiger. Ξετρελάθηκα που
αντιγράψανε Queensryche,
Helloween εποχής Kiske,
Fates Warning εποχής
Arch και τέτοια
αγαπημένα πραγματάκια. Ξετρελάθηκα επίσης με τη δυάδα κομματιών “Waiting For A Sign” και “Beneath The Surface”, όπως επίσης και με
το “We
Came From The Gutters”,
λίγο παρακάτω. Όταν παίζεις σωστά τις αγαπημένες σου μουσικές –και δεν τις παίζουν
ταυτόχρονα άλλα 200 συγκροτήματα- τότε για μένα παίρνεις μπόνους πόντους.
Μπορεί το κίνημα της heavy metal αναβίωσης στη Σκανδιναβία και σε άλλα μέρη του πλανήτη να κρατεί καλά,
αλλά ελάχιστα συγκροτήματα κοιτούν προς τη μεριά του US Power. Α και αν είπατε μέσα σας ότι είναι παράλογο να κρίνεις ένα
δίσκο με βάση τους άλλους που βγαίνουν, να πω ότι κάνετε λάθος, αλλά δεν είναι της παρούσης
να εξηγήσω το γιατί. Μένοντας στα του heavy metal, να αναφέρω ότι ο δίσκος των Enforcer είναι
αρκετά καλός και με τις ακροάσεις ανέβηκε ακόμα περισσότερο στην εκτίμησή μου,
φτάνοντας το “Diamonds”, αλλά για μένα το ντεμπούτο εξακολουθεί να είναι η καλύτερή τους δουλειά.
Ο δίσκος των Darkthrone
είναι αρκετά συμπαθητικός, αλλά δυστυχώς κάτω από το φοβερό “Circle The Wagons”. Ωστόσο, μπορώ να πω
ότι πραγματικά αγαπάω τη γενικότερη στάση τους σαν συγκρότημα. Τις μουσικές τους στροφές, τις
δηλώσεις τους, το image τους, τα όλα τους. (Πρώην) Μαυρομεταλλικές καρδούλες τους στέλνω.
Δίσκοι με τους οποίους πέρασα πολύ καλά είναι αυτοί των
Coheed And Cambria,
Biffy Clyro και
Audrey
Horne, χωρίς να
δεθώ με κάποιον εξ’ αυτών. Ο φετινός δίσκος των
Coheed And Cambria ήταν σαφώς καλύτερος
από τον περσινό (ο χειρότερός τους) και στέκεται πολύ δυνατά συνολικά, αλλά και πάλι δε μου έδωσε τα 1-2 κομμάτια
να λιώσω, όπως γινόταν με τις παλιότερες δουλειές τους. Είναι σίγουρα, όμως, πολύ πάνω από τον μέσο όρο και χαιρομαι να τον ακούω. Το "Opposites" των
Biffy Clyro είναι
ένας διπλός
alternative rock δίσκος και με βρήκε εξαρχής αντίθετο. Θέλουμε 10 χιτάκια και είμαστε κομπλέ κύριοι, όχι κάτι παραπάνω. Έχει μερικές πολύ
όμορφες συνθέσεις και αρκετά
fancy παραγωγή, με χάλασε η σκωτσεζοπροφορά του τραγουδιάρη που το
παρακάνει σε κάποια σημεία, αλλά τονεξέρουμε. Τέλος, όσον αφορά το
Audrey Horne, να πω ότι είναι ένα "σταθερά καλό"
άλμπουμ. Δεν το κουνάει ρούπι από τη
safe γραμμή του καλού, ούτε για κάτω,
ούτε για πάνω, όπως κάνανε π.χ. με το
“Threshold” από το “
Le Fol” του 2007. Άλλο στυλ μεν, εκείνο ήταν και πιο πολύ του
γούστου μου... Όπως και να ‘χει, ωραίος ο φετινός δίσκος των
Audrey Horne, απλά δεν κάνει το βήμα
παραπάνω.
Το βήμα παραπάνω το έκανε ο Γιάννης Φιλιππάκης με τους
Foals (αλήθεια
γελάω πολύ όταν βλέπω ακόμα να τους κοτσάρουν τη
math rock ταμπέλα,
κατάλοιπο από τις αρχές τους). Πολύ ωραίος δίσκος το “
Holy Fire”, εξωφυλλάρα, χιεβυ
εναρκτήριο κομμάτι και το πιο χορευτικό
hipster κομμάτι της χρονιάς (
“My Number”). Όλα καλά και όπως πρέπει. Όπως πρέπει ήταν και η δουλειά των
Long Distance Calling, με μόνιμο τραγουδιστή πια και διάφορα
τσιφτετέλια μέσα, οι Γερμανοί είναι η ζωντανή απόδειξη ότι αν κάποια συγκροτήματα που έχουν γραπωθεί από το post-rock άνοιγαν τη γροθιά τους θα πετύχαιναν ακόμα περισσότερα πράγματα. Μπράβο στους Long Distance Calling λοιπόν. Όσον αφορά τους
Riverside, πάντα μου άρεσαν πολύ οι ποιοτικότατοι δίσκοι τους, αλλά πάντα είχα και την ένσταση ότι το μείγμα τους σβόλιαζε: έδειχναν τις επιρροές τους πάρα πολύ. Ορισμένες φορές μου ακούγονταν υπερβολικά Porcupine Tree, υπερβολικά Anathema, υπερβολικά Opeth κ.ο.κ. Βέβαια, αυτό είναι ψείρισμα, όταν μιλάμε για τέτοιες μουσικές, πόσω μάλλον όταν μου αρέσουν τόσο πολύ τα συστατικά, οπότε αναμενόμενο ήταν να την καταβρώ και με τη φετινή τους δουλειά, με ιδιαίτερη έμφαση στο κομμάτι-σεκανωλιώμα
"The Depth Of Self-Delusion". Να πω ότι σε αυτόν τον δίσκο άκουσα και δειλές επιρροές από ύστερη εποχή Fates Warning να είναι καλά κρυμμένες -γενικά ομορφιές. Υπήρχαν, όμως, κάποιοι δίσκοι που με προβλημάτισαν. Πρώτος και
καλύτερος ο
Nick Cave.
Ενώ αρχικά τον ακούς και λες πολύ ωραίος, σκοτεινός, εξομολογητικός δίσκος,
οφείλω να πω ότι σε καμία περίπτωση δε μου έβγαλε ότι είναι πηγαίος –όπως έγινε
λόγου χάρη με τον περσινό του
Leonard Cohen.
Οι στίχοι του (λιγάκι ανέμπνευστοι ειρήσθω εν παρόδω), η χροιά του, ακόμα και
οι αναστεναγμοί ή κάποιο πικρόχολο γελάκι από εδώ και από εκεί μου έδωσαν την
αίσθηση του επιτηδευμένου: τα κάνει επειδή είναι ο
Nick Cave και πρέπει να
στενοχωρηθούν και οι μελαγχολικές οι κοπελιές, τι να κάνουμε ρε αδελφε. Αυτά όσον αφορά τα αρνητικά του
(σε περίπτωση που δεν το κατάλαβες, ο δίσκος μου άρεσε!). Κατά τ’ άλλα πολύ την βρήκα με τις κιθάρες του χιτακίου
“Jubilee Street”
και, μετά από ακροάσεις, κατέληξα ότι αν το προσέξεις η αλήθεια του δίσκου κρύβεται
στις τρεις τελευταίες συνθέσεις. Α, μην ξεχάσω να πω ότι μου άρεσε που έγραψε το κομμάτι “
Jubilee Street” και μετά το κομμάτι “
Finishing Jubilee Street”, με τους στίχους να ξεκινούν:
“
I just finished writing "
Jubilee Street".
I lay down on my bed and fell into a
deep sleep”. Όσον αφορά το κομμάτι που έγραψε για την κατάσταση στην Ελλάδα και τις αντιασφυξιογόνες
και τα περιστέρια, έχω να πω ένα μεγάλο “
meh”. Δηλαδή, αν έχεις να πεις κάτι, πες το. Στην ουσία τους, οι
στίχοι είναι κενοί νοήματος, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Δε θέλω να πω τίποτα προς
μουσικούς που επιθυμούν να γίνονται σύμβολα «κοινωνικών τάσεων» αςτιςπουμέτσι ή
«λαών με προβλήματα», αλλά
if you’
re gonna do it,
do it right. Όπως ο
Matt Elliott για παράδειγμα
*ουινκ ουινκ*.
Και φθάνοντας προς το τέλος, να πω για όσους δίσκους ακόμη
προλαβαίνω... Δύο εξαιρετικοί μουσικοί, πασίγνωστοι στους χώρους τους, ο Ben Harper και ο Charlie Musselwhite (ο άνθρωπος στον
οποίο είναι βασισμένος ο ρόλος του Dan Aykroyd στο “Blues Brothers”) έβγαλαν έναν
εξαιρετικό δίσκο blues με ολίγη soul.
Ονομάζεται “Get Up!”
και σηκωνόμαστε όρθιοι να τον ακούσουμε ευβλαβικά. Έπειτα καθόμαστε, κοιτάμε το
ταβάνι, αποδιώχνουμε νηφαλιότητες και ακούμε τα δύο εικοσάλεπτα κομμάτια κάποιων
Νορβηγών ονόματι Fire! Orchestra, από την αγαπημένη μας
Rune Grammofon, να αυτοσχεδιάζουν
σε μια jazz, experimental, big band παράνοια
που θα θυμίσει τις πιο δύστροπες στιγμές του περσινού δίσκου των Motorpsycho. Οι χίπστερς θα
αγαπήσουν και Yo La Tengo και το “project”
του Thome Yorke,
τους Atoms For Peace,
αλλά εγώ με το ζόρι τους άκουσα όσες φορές τους άκουσα. Κάτι που δεν μπορώ να
πω για το project του Reznor
με τη γυναικούλα του, τους How To Destroy Angels,
τον οποίον δεν άντεξα να τελειώσω γιατί αισθάνθηκα ότι έχω καλύτερα πράγματα να
κάνω. Όσον αφορά την πολυαναμενόμενη επιστροφή των Tomahawk, είναι αυστηρά και μόνο για όσους είναι (ακόμα) φανμπόυδες Patton. Με κουράζει το αναμάσημα, ειδικά όταν δε γίνεται καλά.
Αυτά τα ολίγα συνέβησαν τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2013.
Ίσως επαναλάβω το εγχείρημα για τον Μάρτιο-Απρίλιο. Το τρομερό είναι ότι ξέρω
από τώρα ότι θα έχει τουλάχιστον μία από τις υπερκορυφές που λέγαμε πριν. Εκεί
που φτάνουν μόνο κάτι μαύροι άγγελοι που με έχουν αφήσει στα χίππικα λουλακί πατώματα του γκαράζ μου
να χορεύω τρεις μέρες τώρα, αλλά είναι νωρίς για να τους συμπεριλάβω εδώ.
Τις ευχές μου λοιπόν. Να καίτε τον εγκέφαλό σας, είναι
ωραίο.